Αυτή η μετάφραση μπορεί να μην αντανακλά τις αλλαγές που έγιναν από τις 2021-07-11 στο Αγγλικό πρωτότυπο.

Καλό θα ήταν να ρίξετε μια ματιά σε εκείνες τις αλλαγές. Παρακαλούμε δείτε το Μεταφράσεις ΔΙΑΒΑΣΕΜΕ για να βρείτε πως μπορείτε να βοηθήσετε να ενημερωθεί αυτή η μετάφραση.

Γιατί το λογισμικό πρέπει να είναι ελεύθερο

από τον Richard Stallman

Εισαγωγή

Η ύπαρξη του λογισμικού εγείρει αναπόφευκτα το ερώτημα για το πως πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρήση του. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένα άτομο που έχει ένα αντίγραφο του προγράμματος συναντά κάποιον άλλον, ο οποίος θα ήθελε να έχει ένα αντίγραφο. Αυτοί θα μπορούσαν να αντιγράψουν το πρόγραμμα· ποιος θα πρέπει να αποφασίσει αν αυτό είναι δυνατόν να γίνει; Οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι; Ή, μήπως, κάποιος τρίτος, ο λεγόμενος “ιδιοκτήτης”;

Οι προγραμματιστές λογισμικού εξετάζουν, κλασικά, αυτά τα ερωτήματα με βάση την υπόθεση ότι το κριτήριο για την απάντηση είναι η μεγιστοποίηση των κερδών του προγραμματιστή. Η πολιτική δύναμη των επιχειρήσεων οδήγησε την κυβέρνηση στην υιοθέτηση τόσο αυτού του κριτηρίου, όσο και της απάντησης που προτείνουν οι προγραμματιστές: ότι το πρόγραμμα έχει έναν ιδιοκτήτη, τυπικά μια μεγάλη εταιρεία που συνδέεται με την ανάπτυξή του.

Θα ήθελα να εξετάσω το ίδιο ερώτημα, αλλά χρησιμοποιώντας ένα διαφορετικό κριτήριο: την ευημερία και την ελευθερία του κοινού, γενικά.

Αυτή η απάντηση δεν μπορεί να ληφθεί με βάση τους παρόντες νόμους—ο νόμος πρέπει να συμμορφώνεται με την ηθική, και όχι το αντίστροφο. Αλλά ούτε και η τρέχουσα πρακτική είναι αυτή που θα κρίνει την απόφαση, αν και μπορεί να εισηγηθεί πιθανές απαντήσεις. Ο μόνος τρόπος να κρίνουμε, είναι να δούμε ποιος βοηθείται και ποιος βλάπτεται από την αναγνώριση της ύπαρξης ιδιοκτητών του λογισμικού, γιατί, και σε ποιο βαθμό. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να κάνουμε μια ανάλυση κόστους-οφέλους για λογαριασμό όλης της κοινωνίας, λαμβάνοντας υπ' όψη τις ατομικές ελευθερίες, καθώς και την παραγωγή υλικών αγαθών.

Σε αυτό το δοκίμιο, θα περιγράψω τα αποτελέσματα της ύπαρξης ιδιοκτητών, και θα δείξω ότι τα αποτελέσματα είναι επιζήμια. Το συμπέρασμά μου είναι ότι οι προγραμματιστές έχουν το καθήκον να ενθαρρύνουν τους άλλους να μοιράζονται, να αναδιανέμουν, να μελετούν, και να βελτιώνουν το λογισμικό που γράφουμε: με άλλα λόγια, να γράφουν “ελεύθερο” λογισμικό.(1)

Πως οι ιδιοκτήτες δικαιολογούν τη δύναμή τους

Εκείνοι που επωφελούνται από το παρόν σύστημα, όπου τα προγράμματα αποτελούν ιδιοκτησία, προβάλλουν δύο επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τη διεκδίκησή τους για την ιδιοκτησία των προγραμμάτων: το συναισθηματικό επιχείρημα και το οικονομικό επιχείρημα.

Το συναισθηματικό επιχείρημα υποστηρίζει τα εξής: “Εγώ έβαλα τον ιδρώτα μου, την καρδιά μου και την ψυχή μου σε αυτό το πρόγραμμα. Προέρχεται από εμένα, είναι δικό μου!”

Αυτό το επιχείρημα δεν απαιτεί σοβαρή ανασκευή. Το αίσθημα προσκόλλησης είναι κάτι που οι προγραμματιστές μπορούν να το καλλιεργούν όταν τους βολεύει· δεν είναι κάτι το αναπόφευκτο. Πάρτε υπ' όψη σας, για παράδειγμα, πόσο οικειοθελώς αυτοί οι ίδιοι προγραμματιστές εκχωρούν συνήθως όλα τα δικαιώματα σε μια μεγάλη εταιρεία, έναντι ενός μισθού. Τότε, η συναισθηματική προσκόλληση, μυστηριωδώς, εξαφανίζεται. Κατ' αντιπαράθεση, πάρτε υπ' όψη σας τους μεγάλους καλλιτέχνες και τεχνίτες του Μεσαίωνα, οι οποίοι δεν υπέγραφαν καν τη δουλειά τους με το όνομά τους. Γι' αυτούς, το όνομα του καλλιτέχνη δεν ήταν σημαντικό. Αυτό που μετρούσε ήταν να γίνει η δουλειά—και ο σκοπός που θα εξυπηρετούσε. Αυτή η άποψη υπερίσχυσε για εκατοντάδες χρόνια.

Το οικονομικό επιχείρημα υποστηρίζει τα εξής: “Θέλω να γίνω πλούσιος (αυτό, συνήθως, περιγράφεται με ανακριβή τρόπο ως ‘για να βιοποριστώ’), και αν δεν μου επιτρέψετε να γίνω πλούσιος προγραμματίζοντας, τότε δεν θα προγραμματίσω. Όλοι είναι σαν εμένα, οπότε, κανείς δεν θα προγραμματίσει ποτέ. Και τότε, θα βρείτε σκούρα, χωρίς καθόλου προγράμματα!” Αυτή η απειλή συγκαλύπτεται συνήθως ως φιλική συμβουλή εκ μέρους του σοφού.

Θα εξηγήσω αργότερα γιατί αυτή η απειλή είναι μια μπλόφα. Πρώτα, θέλω να αντιμετωπίσω μία άλλη υπονοούμενη υπόθεση εργασίας, η οποία είναι πιο ορατή, με μια διαφορετική διατύπωση του επιχειρήματος.

Αυτή η υπόθεση εργασίας αρχίζει συγκρίνοντας την κοινωνική χρησιμότητα ενός ιδιόκτητου προγράμματος με εκείνη του καθόλου προγράμματος και, μετά, συμπεραίνει ότι η ανάπτυξη ιδιόκτητων προγραμμάτων είναι, συνολικά, επωφελής για την κοινωνία και θα έπρεπε να ενθαρρύνεται. Το λογικό σφάλμα εδώ έγκειται στη σύγκριση μόνο δύο εκβάσεων—ιδιόκτητο λογισμικό σε σύγκριση με καθόλου λογισμικό—και υποθέτοντας ότι δεν υπάρχουν άλλες δυνατότητες.

Με δεδομένη την ύπαρξη ενός συστήματος προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων του λογισμικού, η ανάπτυξη λογισμικού συνδέεται, συνήθως, με την ύπαρξη ενός ιδιοκτήτη, ο οποίος ελέγχει τη χρήση του λογισμικού. Εφόσον υπάρχει αυτή η διασύνδεση, βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα στο ιδιόκτητο λογισμικό ή στο τίποτα. Πάντως, αυτή η σύνδεση δεν είναι ούτε εγγενής, ούτε αναπόφευκτη· είναι συνέπεια της συγκεκριμένης κοινωνικής/νομικής πολιτικής απόφασης που αμφισβητούμε: της απόφασης να υπάρχουν ιδιοκτήτες. Το να τίθεται η επιλογή ως ανάμεσα στο ιδιόκτητο λογισμικό και στο καθόλου λογισμικό, συνιστά μια λογική πλάνη.

Το επιχείρημα εναντίον της ύπαρξης ιδιοκτητών

Το θέμα είναι, “Θα πρέπει η ανάπτυξη λογισμικού να συνδέεται με την ύπαρξη ιδιοκτητών που να περιορίζουν η χρήση του;”

Για να το αποφασίσουμε αυτό, πρέπει να εκτιμήσουμε ανεξάρτητα το αποτέλεσμα, πάνω στην κοινωνία, της κάθε μιας από εκείνες τις δύο δραστηριότητες: το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του λογισμικού (άσχετα από τους όρους διανομής του), και το αποτέλεσμα του περιορισμού της χρήσης του (εφόσον αναπτύχθηκε το λογισμικό). Αν η μία από αυτές τις δύο δραστηριότητες είναι χρήσιμη και η άλλη βλαπτική, θα ήταν καλύτερα να απορρίψουμε τη διασύνδεση και να κάνουμε μόνον την επωφελή δραστηριότητα.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, αν ο περιορισμός της διανομής ενός προγράμματος που ήδη αναπτύχθηκε είναι ζημιογόνος, συνολικά, για την κοινωνία, τότε ένας ηθικός προγραμματιστής λογισμικού θα απορρίψει την επιλογή να κάνει κάτι τέτοιο.

Για να εκτιμήσουμε το αποτέλεσμα του περιορισμού στον διαμοιρασμό, πρέπει να συγκρίνουμε την αξία που έχει για μια κοινωνία ένα πρόγραμμα που βρίσκεται υπό περιορισμό (δηλ. ένα ιδιόκτητο πρόγραμμα) με την αξία που θα είχε το ίδιο πρόγραμμα, αν ήταν ελεύθερα διαθέσιμο στον καθένα. Αυτό σημαίνει τη σύγκριση μεταξύ δύο πιθανών κόσμων.

Αυτού του είδους η ανάλυση, αντικρούει, επίσης, το απλό αντεπιχείρημα που προβάλλεται ενίοτε και το οποίο λέει πως “το όφελος που θα προέκυπτε από το να δώσουμε στον γείτονα ένα αντίγραφο του προγράμματος, αναιρείται από τη ζημιά που υφίσταται ο ιδιοκτήτης.” Αυτό το αντεπιχείρημα υποθέτει ότι η ζημιά και το όφελος είναι ισοδύναμα σε μέγεθος. Η ανάλυση περιλαμβάνει την σύγκριση αυτών των μεγεθών, και αποδεικνύει ότι το όφελος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.

Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα με αυτό το επιχείρημα, ας το εφαρμόσουμε σε έναν άλλον τομέα: στην κατασκευή δρόμων.

Θα ήταν εφικτή η χρηματοδότηση όλων των δρόμων μέσω της επιβολής διοδίων. Αυτό θα σήμαινε την τοποθέτηση σταθμών είσπραξης διοδίων σε όλους τους οδικούς κόμβους. Ένα τέτοιο σύστημα θα έδινε ένα μεγάλο κίνητρο στη βελτίωση των δρόμων. Θα απέφερε, επίσης, το πρόσθετο όφελος να κάνει τους χρήστες οποιουδήποτε δρόμου να πληρώνουν για τον δρόμο αυτόν. Όμως, ένας σταθμός διοδίων συνιστά ένα τεχνητό εμπόδιο στην άνετη οδήγηση—και είναι τεχνητό διότι δεν αποτελεί συνέπεια του τρόπου λειτουργίας των δρόμων ή των αυτοκινήτων.

Αν συγκρίνουμε τους δωρεάν δρόμους και τους δρόμους που προβλέπουν διόδια, με βάση τη χρησιμότητά τους, τότε (υπό την προϋπόθεση πως όλα τα υπόλοιπα είναι τα ίδια) θα ανακαλύψουμε ότι οι δρόμοι χωρίς διόδια είναι φθηνότεροι στην κατασκευή τους, φθηνότεροι στη λειτουργία τους, ασφαλέστεροι και πιο αποτελεσματικοί στη χρήση.(2) Σε μια φτωχή χώρα, τα διόδια μπορεί να κάνουν τους δρόμους μη προσβάσιμους για πολλούς πολίτες. Οι δρόμοι χωρίς σταθμούς διοδίων προσφέρουν, συνεπώς, περισσότερα οφέλη στην κοινωνία, με λιγότερο κόστος· είναι προτιμότεροι για την κοινωνία. Άρα, η κοινωνία πρέπει να επιλέξει την χρηματοδότηση των δρόμων με κάποιον άλλον τρόπο, και όχι με τους σταθμούς διοδίων. Η χρήση των δρόμων, όταν κατασκευασθούν, πρέπει να είναι δωρεάν.

Όταν οι συνήγοροι των διοδίων τα προτείνουν καθαρά ως έναν τρόπο χρηματοδότησης, διαστρεβλώνουν την διαθέσιμη επιλογή. Οι σταθμοί διοδίων πράγματι μαζεύουν χρήματα, αλλά κάνουν, επίσης, και κάτι άλλο: στην πραγματικότητα, υποβαθμίζουν τον δρόμο. Οι δρόμοι με διόδια δεν είναι τόσο καλοί όσο οι δωρεάν δρόμοι. Το να μας δίνουν περισσότερους, ή τεχνικά ανώτερους δρόμους, μπορεί να μην αποτελεί βελτίωση, εάν αυτό σημαίνει την αντικατάσταση των δωρεάν δρόμων από δρόμους με διόδια.

Βέβαια, η κατασκευή ενός δωρεάν δρόμου κοστίζει χρήματα, τα οποία το Δημόσιο θα πρέπει με κάποιον τρόπο να τα πληρώσει. Από την άλλη, αυτό δεν οδηγεί υποχρεωτικά στο αναπόφευκτο των διοδίων. Εμείς, που είμαστε και στις δύο περιπτώσεις εκείνοι που θα πληρώσουμε, βλέπουμε ότι με τα χρήματά μας απολαμβάνουμε περισσότερα οφέλη αγοράζοντας έναν δωρεάν δρόμο.

Δεν λέω ότι ένας δρόμος με διόδια είναι χειρότερος από το να μην έχουμε καθόλου δρόμο. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν το ύψος των διοδίων ήταν τέτοιο που σχεδόν κανείς να μην μπορεί να χρησιμοποιεί αυτόν τον δρόμο—αυτή, όμως είναι μια απίθανη πολιτική για έναν εισπράκτορα διοδίων. Πάντως, από τη στιγμή που οι σταθμοί διοδίων δημιουργούν σημαντική σπατάλη και ενόχληση, είναι καλύτερα να αντλείται η χρηματοδότηση με ένα λιγότερο παρεμποδιστικό τρόπο.

Για να εφαρμόσουμε το ίδιο επιχείρημα και στην ανάπτυξη λογισμικού, θα αποδείξω ότι το να έχουμε“σταθμούς διοδίων” για χρήσιμα προγράμματα λογισμικού, κοστίζει ακριβά στην κοινωνία: κάνει πιο ακριβή τη δημιουργία των προγραμμάτων, πιο δαπανηρή τη διανομή τους, και τα κάνει λιγότερο απολαυστικά και αποτελεσματικά στη χρήση. Κατά συνέπεια, η δημιουργία προγραμμάτων πρέπει να ενθαρρύνεται με κάποιον άλλον τρόπο. Στη συνέχεια, θα εξηγήσω μερικές άλλες μεθόδους ενθάρρυνσης και (στο βαθμό που είναι πράγματι απαραίτητο) χρηματοδότησης για την ανάπτυξη λογισμικού.

Η ζημιά που προκαλείται από τον περιορισμό του λογισμικού

Ας υποθέσουμε, για μια στιγμή, ότι ένα πρόγραμμα έχει ήδη αναπτυχθεί και ότι οι απαραίτητες επενδύσεις για την ανάπτυξή του έχουν ήδη γίνει· τώρα, η κοινωνία πρέπει να επιλέξει είτε να το κάνει ιδιόκτητο, είτε να επιτρέψει την ελεύθερη διανομή και χρήση του. Ας υποθέσουμε ότι η ύπαρξη του προγράμματος και η διαθεσιμότητά του είναι επιθυμητά πράγματα.(3)

Οι περιορισμοί στη διανομή και τροποποίηση του προγράμματος δεν μπορούν να διευκολύνουν τη χρήση του. Μπορούν μόνον να δράσουν παρενοχλώντας την. Έτσι, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μόνον αρνητικό. Αλλά, κατά πόσο; Και τι είδους;

Τρία διαφορετικά επίπεδα υλικής ζημιάς μπορούν να προκύψουν από τέτοιους περιορισμούς:

Το κάθε επίπεδο υλικής ζημιάς έχει και μια αντίστοιχη μορφή ψυχοκοινωνικής ζημιάς. Αυτό αναφέρεται στο αποτέλεσμα που έχουν οι αποφάσεις των ανθρώπων στα αισθήματά τους, στις συμπεριφορές τους και στις διαθέσεις που τους δημιουργούνται. Αυτές οι αλλαγές στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων θα έχουν, στη συνέχεια, ένα περαιτέρω αποτέλεσμα στις σχέσεις τους με τους άλλους συμπολίτες τους, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υλικές συνέπειες.

Τα τρία επίπεδα υλικής ζημιάς ακυρώνουν ένα τμήμα της αξίας που το πρόγραμμα εμπεριέχει και θα μπορούσε να συνεισφέρει, αλλά δεν τη μειώνουν στο μηδέν. Αν εξουδετερώνουν σχεδόν όλη την αξία του προγράμματος, τότε η συγγραφή του προγράμματος βλάπτει την κοινωνία έως το ποσό της προσπάθειας που δαπανήθηκε για τη συγγραφή του προγράμματος. Εύλογα, ένα πρόγραμμα που είναι κερδοφόρο στις πωλήσεις, πρέπει να προσφέρει κάποιο καθαρό άμεσο υλικό όφελος.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπ' όψη την ταυτόχρονη ψυχοκοινωνική ζημιά, δεν υπάρχει όριο στη ζημιά που μπορεί να επιφέρει η ανάπτυξη ενός ιδιόκτητου λογισμικού.

Περιορισμός της χρήσης των προγραμμάτων

Το πρώτο επίπεδο ζημιάς εμποδίζει την απλή χρήση ενός προγράμματος. Ένα αντίγραφο ενός προγράμματος έχει σχεδόν ένα μηδενικό οριακό κόστος (και μπορείτε να πληρώσετε αυτό το κόστος κάνοντας μόνοι σας τη δουλειά), οπότε σε μια ελεύθερη αγορά θα είχε μία σχεδόν μηδενική τιμή. Η ύπαρξη ενός κόστους αδείας αποτελεί ένα ισχυρό αντικίνητρο για τη χρήση του προγράμματος. Εάν ένα ευρέως χρήσιμο πρόγραμμα είναι ιδιόκτητο, πολλοί λιγότεροι άνθρωποι θα το χρησιμοποιήσουν.

Είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι η συνολική συνεισφορά ενός προγράμματος στην κοινωνία μειώνεται αν ορίσουμε έναν ιδιοκτήτη για αυτό. Ο κάθε εν δυνάμει χρήστης του προγράμματος, όταν έρθει αντιμέτωπος με την υποχρέωση να πληρώσει για να το χρησιμοποιήσει, μπορεί να επιλέξει να πληρώσει, ή μπορεί να απορρίψει εντελώς τη χρήση του προγράμματος. Όταν ένας χρήστης αποφασίσει να πληρώσει, αυτό είναι μια μηδενικού-αθροίσματος μεταφορά πλούτου μεταξύ δύο μερών. Κάθε φορά, όμως, που κάποιος αποφασίζει να απορρίψει τη χρήση του προγράμματος, αυτό βλάπτει το άτομο αυτό, χωρίς να ωφελείται κανείς άλλος. Το άθροισμα των αριθμών με αρνητικό πρόσημο και των μηδενικών, πρέπει να είναι αρνητικό.

Αυτό, όμως, δεν μειώνει το ποσό της δουλειάς που απαιτείται για την ανάπτυξη του προγράμματος. Κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα της συνολικής διαδικασίας, από την άποψη της τελικής ικανοποίησης του χρήστη ανά ώρα δουλειάς, μειώνεται.

Αυτό αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στα αντίγραφα των προγραμμάτων και τα αυτοκίνητα, τις καρέκλες ή τα σάντουιτς. Δεν υπάρχει κανένα αντιγραφικό μηχάνημα για υλικά αντικείμενα, με εξαίρεση την επιστημονική φαντασία. Τα προγράμματα, όμως, είναι εύκολο να αντιγραφούν· ο καθένας μπορεί να παράγει όσα αντίγραφα του χρειάζονται, με πολύ μικρή προσπάθεια. Αυτό δεν ισχύει για τα υλικά αντικείμενα, διότι η ύλη διατηρείται: το κάθε νέο αντίγραφο πρέπει να φτιαχτεί από ακατέργαστα υλικά. ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο φτιάχτηκε και το πρώτο αντίγραφο.

Με τα υλικά αντικείμενα, ένα αντικίνητρο για να τα χρησιμοποιήσει κανείς έχει νόημα, διότι αν αγοραζόταν λιγότερα αντικείμενα θα σήμαινε ότι θα χρειαζόταν λιγότερη ποσότητα ακατέργαστων πρώτων υλών και εργασίας για την παραγωγή τους. Αληθεύει ότι υπάρχει συνήθως και ένα κάποιο αρχικό κόστος, ένα κόστος ανάπτυξης, το οποίο κατανέμεται κατά τη διάρκεια της περιόδου παραγωγής. Αλλά, στο βαθμό που το οριακό κόστος παραγωγής είναι σημαντικό, η προσθήκη ενός κλάσματος του κόστους ανάπτυξης δεν κάνει μια ποιοτική διαφορά. Και δεν απαιτεί περιορισμούς στην ελευθερία των συνηθισμένων χρηστών.

Ωστόσο, η επιβολή μιας τιμής σε κάτι που διαφορετικά θα ήταν δωρεάν, αποτελεί μια ποιοτική αλλαγή. Μια κεντρικώς επιβαλλόμενη προμήθεια για τη διανομή του λογισμικού γίνεται ένα ισχυρό αντικίνητρο.

Επιπλέον, η κεντρική παραγωγή, έτσι όπως γίνεται τώρα, είναι αναποτελεσματική ακόμη και σαν μέσο για τη διανομή αντιγράφων του λογισμικού. Αυτό το σύστημα προβλέπει την συσκευασία φυσικών δίσκων (ή ταινιών) σε άχρηστα πακέτα, την αποστολή μεγάλων ποσοτήτων από αυτά παγκοσμίως, και την αποθήκευσή τους προς πώληση. Αυτό το κόστος παρουσιάζεται ως κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας· στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά μέρος της σπατάλης που δημιουργείται από την ύπαρξη ιδιοκτητών.

Βλάβη της κοινωνικής συνοχής

Ας υποθέσουμε ότι τόσο εσείς, όσο και ο γείτονάς σας, βρίσκετε χρήσιμο να εκτελέσετε ένα πρόγραμμα. Από ηθικό ενδιαφέρον για τον γείτονά σας, θα πρέπει να νοιώθετε ότι ο κατάλληλος χειρισμός της περίστασης θα δίνει την δυνατότητα και στους δυο σας να το χρησιμοποιείτε. Μία πρόταση που θα επιτρέπει μόνο στον έναν από εσάς να χρησιμοποιεί το πρόγραμμα, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τον άλλον, θα δημιουργούσε διχασμό· δεν θα βρίσκατε κάτι τέτοιο αποδεκτό ούτε εσείς ούτε ο γείτονάς σας.

Υπογράφοντας μία τυπική άδεια χρήσης λογισμικού, σημαίνει ότι προδίδετε τον γείτονά σας: “υπόσχομαι πως θα στερήσω από τον γείτονά μου αυτό το πρόγραμμα, έτσι ώστε να έχω εγώ ένα αντίγραφο για τον εαυτό μου.” Οι άνθρωποι που κάνουν τέτοιες επιλογές, αισθάνονται μια εσωτερική ψυχολογική πίεση να τις δικαιολογήσουν, υποβαθμίζοντας τη σημασία του να βοηθά κανείς τον γείτονά του—έτσι το κοινό αίσθημα αλληλεγγύης υποφέρει. Αυτή είναι μια ψυχοκοινωνική ζημιά που συνδέεται με την υλική ζημιά της αποτροπής της χρήσης του προγράμματος.

Πολλοί χρήστες αναγνωρίζουν χωρίς να το συνειδητοποιούν, πως είναι λάθος να αρνούνται το διαμοιρασμό και, έτσι, αποφασίζουν να αγνοούν τις άδειες και τους νόμους και μοιράζονται ούτως ή άλλως τα προγράμματα. Νοιώθουν, όμως, συχνά ένοχοι για τη συμπεριφορά τους αυτή. Γνωρίζουν ότι πρέπει να δείξουν ανυπακοή προς τους νόμους για να είναι καλοί γείτονες και, παρόλα αυτά, συνεχίζουν να θεωρούν τους νόμους κανονιστικούς κι έτσι συμπεραίνουν ότι το να είσαι καλός γείτονας (που πράγματι ισχύει γι αυτούς) είναι κακό ή επαίσχυντο πράγμα. Και αυτό είναι ένα είδος ψυχοκοινωνικής ζημιάς, μόνο που μπορεί κάποιος να ξεφύγει από αυτό αποφασίζοντας ότι αυτές οι άδειες κι αυτοί οι νόμοι δεν έχουν ηθική ισχύ.

Και οι προγραμματιστές υφίστανται ψυχοκοινωνική βλάβη γνωρίζοντας ότι σε πολλούς χρήστες δεν θα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν τη δουλειά τους. Αυτό τους οδηγεί σε μία στάση κυνισμού ή άρνησης. Ένας προγραμματιστής μπορεί να περιγράφει με ενθουσιώδη τρόπο τη δουλειά του, την οποία βρίσκει τεχνικά πολύ συναρπαστική· μετά, αν ερωτηθεί “θα επιτραπεί να τη χρησιμοποιήσω;”, τότε του πέφτουν τα μούτρα και παραδέχεται πως η απάντηση είναι όχι. Για να αποφύγει να νοιώσει απογοήτευση, είτε θα αγνοήσει αυτό το γεγονός τις περισσότερες φορές, είτε θα υιοθετήσει μια κυνική στάση με στόχο την ελαχιστοποίηση της σημασίας του.

Από την εποχή του Reagan κι έπειτα, η μεγαλύτερη έλλειψη στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η τεχνολογική καινοτομία, αλλά μάλλον η επιθυμία της συνεργασίας για το κοινό καλό. Δεν έχει απολύτως καμία έννοια να ενθαρρύνουμε την πρώτη, εις βάρος της τελευταίας.

Παρεμπόδιση της παραμετροποιημένης προσαρμογής των προγραμμάτων

Το δεύτερο επίπεδο υλικής ζημιάς είναι η αδυναμία προσαρμογής των προγραμμάτων. Η ευκολία προσαρμογής του λογισμικού είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του σε σύγκριση με την παλιά τεχνολογία. Αλλά τα περισσότερα εμπορικά διαθέσιμα προγράμματα λογισμικού δεν μπορούν να τροποποιηθούν, ακόμη και μετά την αγορά τους. Σας προσφέρονται για να τα πάρετε ή να τα αφήσετε, ως έχουν, σαν ένα κλειστό μαύρο κουτί—τελεία και παύλα.

Ένα πρόγραμμα που μπορείτε να εκτελέσετε αποτελείται από μία σειρά αριθμών, των οποίων το νόημα είναι σκοτεινό. Κανένας, ακόμη ούτε και ένας καλός προγραμματιστής, δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει τους αριθμούς αυτούς για να κάνει το πρόγραμμα να επιτελέσει κάτι διαφορετικό.

Οι προγραμματιστές συνήθως δουλεύουν με τον “πηγαίο κώδικα” για ένα πρόγραμμα, ο οποίος είναι γραμμένος σε μια γλώσσα προγραμματισμού σαν την Fortran ή την C. Χρησιμοποιεί ονόματα για να υποδείξει τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται και τα τμήματα του προγράμματος, και αναπαριστά τις πράξεις με σύμβολα σαν το ‘+’ για την πρόσθεση και το ‘-’ για την αφαίρεση. Είναι σχεδιασμένος για να βοηθά τους προγραμματιστές να διαβάζουν και να αλλάζουν τα προγράμματα. Ακολουθεί ένα παράδειγμα: ένα πρόγραμμα για τον υπολογισμό της απόστασης ανάμεσα σε δύο σημεία σε ένα επίπεδο.

     float
     distance (p0, p1)
          struct point p0, p1;
     {
       float xdist = p1.x - p0.x;
       float ydist = p1.y - p0.y;
       return sqrt (xdist * xdist + ydist * ydist);
     }

Το θέμα δεν είναι τι ακριβώς σημαίνει ο πηγαίος κώδικας· το θέμα είναι ότι μοιάζει με άλγεβρα, κι ένας που γνωρίζει την προγραμματιστική γλώσσα θα βρει πως έχει νόημα και πως είναι ξεκάθαρη. Κατ' αντιπαράθεση, ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα σε εκτελέσιμη μορφή, στον υπολογιστή που συνήθως χρησιμοποιούσα όταν το έγραψα αυτό:

     1314258944      -232267772      -231844864      1634862
     1411907592      -231844736      2159150         1420296208
     -234880989      -234879837      -234879966      -232295424
     1644167167      -3214848        1090581031      1962942495
     572518958       -803143692      1314803317

Ο πηγαίος κώδικας είναι χρήσιμος (τουλάχιστον δυνητικά) σε κάθε χρήστη του προγράμματος. Στους περισσότερους χρήστες, όμως, δεν επιτρέπεται να έχουν αντίγραφα του πηγαίου κώδικα. Συνήθως, ο πηγαίος κώδικας ενός ιδιόκτητου προγράμματος φυλάσσεται μυστικός από τον ιδιοκτήτη, για να μη μπορέσει ποτέ να μάθει κάποιος άλλος κάτι γι αυτόν. Οι χρήστες λαμβάνουν μόνο τα αρχεία με τους ακατανόητους αριθμούς, τους οποίους ο υπολογιστής θα εκτελέσει. Αυτό σημαίνει πως μόνον ο ιδιοκτήτης του προγράμματος μπορεί να αλλάξει το πρόγραμμα.

Ένας φίλος μού είπε κάποτε ότι δούλευε σαν προγραμματιστής σε μια τράπεζα για περίπου έξι μήνες, γράφοντας ένα πρόγραμμα το οποίο έμοιαζε με κάτι που ήδη υπήρχε στο εμπόριο. Ήταν της άποψης ότι αν μπορούσε να είχε στη διάθεσή της τον πηγαίο κώδικα εκείνου του εμπορικού προγράμματος, θα μπορούσε εύκολα να το προσαρμόσει στις δικές τους ανάγκες. Η τράπεζα ήταν πρόθυμη να πληρώσει για αυτό, αλλά αυτό απλώς δεν επιτρεπόταν—ο πηγαίος κώδικας ήταν μυστικός. Έτσι, αυτή χρειάστηκε να δουλέψει επί έξι μήνες για να το φτιάξει, εργασία που προσμετράται στο ΑΕΠ, αλλά η οποία ήταν στην πραγματικότητα μία σπατάλη.

Το Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Lab) του MIT πήρε ως δώρο έναν γραφικό εκτυπωτή από την Xerox, γύρω στο 1977. Αυτός λειτουργούσε με ελεύθερο λογισμικό στο οποίο εμείς είχαμε προσθέσει πολλά βολικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, το λογισμικό μπορούσε να ειδοποιεί άμεσα έναν χρήστη ότι η εργασία εκτύπωσης ολοκληρώθηκε. Όποτε ο εκτυπωτής παρουσίαζε προβλήματα, όπως π.χ. ότι μπλοκάριζε ή ότι τελείωσε το χαρτί, το λογισμικό ειδοποιούσε άμεσα όλους τους χρήστες οι οποίοι είχαν ακόμη μη ολοκληρωμένες εκτυπωτικές εργασίες στην ουρά. Αυτά τα χαρακτηριστικά διευκόλυναν την ομαλή λειτουργία.

Αργότερα, η Xerox έδωσε στο Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης έναν νεότερο και ταχύτερο εκτυπωτή, έναν από τους πρώτους εκτυπωτές laser. Η οδήγησή του γινόταν με ιδιόκτητο λογισμικό που έτρεχε σε ένα ξεχωριστό αποκλειστικό υπολογιστή, οπότε δεν μπορούσαμε να προσθέτουμε οποιαδήποτε από τα αγαπημένα μας χαρακτηριστικά. Μπορούσαμε να τον ρυθμίσουμε να βγάζει μια ειδοποίηση όταν μια εργασία εκτύπωσης στέλνονταν στον αποκλειστικό υπολογιστή, αλλά όχι και όταν η εργασία πραγματικά ολοκληρώνονταν (και η καθυστέρηση ήταν συνήθως σημαντική). Δεν υπήρχε τρόπος να μάθουμε πότε η εργασία είχε πραγματικά εκτυπωθεί· μπορούσες μόνο να μαντέψεις. Και δεν ενημερώνονταν κανείς όταν υπήρχε ένα μπλοκάρισμα του χαρτιού κι έτσι μπορούσε να περάσει μέχρι και μια ώρα χωρίς να επιδιορθωθεί.

Οι προγραμματιστές συστημάτων στο Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης ήταν ικανοί να διορθώσουν τέτοια προβλήματα, πιθανόν εξίσου ικανοί όσο και οι αρχικοί δημιουργοί του προγράμματος. Η Xerox δεν ενδιαφέρονταν να τα φτιάξει, κι επέλεξε να μας εμποδίσει, οπότε αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε τα προβλήματα. Δεν διορθώθηκαν ποτέ.

Οι περισσότεροι καλοί προγραμματιστές έχουν βιώσει αυτή την απογοήτευση. Η τράπεζα ήταν σε θέση να λύσει το πρόβλημα γράφοντας ένα νέο πρόγραμμα από την αρχή, αλλά ένας τυπικός μέσος χρήστης, ανεξάρτητα από το πόσο ικανός είναι, δεν μπορεί παρά μόνο να τα παρατήσει.

Το να τα παρατάει κανείς προκαλεί ψυχοκοινωνική ζημιά—στην αυτοπεποίθηση. Είναι αποθαρρυντικό να ζεις σε ένα σπίτι όπου δεν μπορείς να κάνεις ανακατατάξεις για να το προσαρμόσεις στις ανάγκες σου. Αυτό οδηγεί σε αισθήματα παραίτησης και αποκαρδίωσης, τα οποία μπορεί να εξαπλωθούν και σε άλλες πλευρές της ζωής. Οι άνθρωποι που νοιώθουν έτσι είναι δυστυχισμένοι και δεν μπορούν να κάνουν καλή δουλειά.

Φανταστείτε πως θα ήταν αν οι συνταγές φυλάσσονταν με τον ίδιο ζηλότυπο τρόπο σαν το λογισμικό. Θα μπορούσατε να ρωτήσετε, “Πως μπορώ να αλλάξω αυτή τη συνταγή για να αποκλείσω το αλάτι;” και ο μέγας σεφ θα απαντούσε, “Πως τολμάς να προσβάλλεις τη συνταγή μου, το πνευματικό παιδί του μυαλού και του ουρανίσκου μου, προσπαθώντας να την παραποιήσεις; Δεν διαθέτεις την κρίση για να αλλάξεις τη συνταγή μου και να την κάνεις να δουλεύει σωστά!”

“Μα ο γιατρός μου λέει ότι υποτίθεται πως δεν κάνει να τρώω αλάτι! Τι μπορώ να κάνω; Μπορείς να μου αποκλείσεις το αλάτι;”

“Θα το έκανα μετά χαράς αυτό· η προμήθειά μου είναι μόνον $50,000.” Αφού ο ιδιοκτήτης έχει το μονοπώλιο επί των αλλαγών, οι προμήθειες τείνουν να είναι παχυλές. “Εν πάση περιπτώσει, αυτή τη στιγμή δεν έχω χρόνο. Είμαι απασχολημένος με μία παραγγελία για τον σχεδιασμό μιας νέας συνταγής για μπισκότα πλοίου, για το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Μπορεί να τα καταφέρω να ασχοληθώ με σένα σε περίπου δύο χρόνια.”

Παρεμπόδιση της ανάπτυξης λογισμικού

Το τρίτο επίπεδο υλικής ζημιάς αφορά την ανάπτυξη λογισμικού. Η ανάπτυξη λογισμικού ήταν συνήθως μία εξελικτική διαδικασία, όπου ένα άτομο θα έπαιρνε ένα ήδη υπάρχον πρόγραμμα και θα ξαναέγραφε κάποια τμήματά του για να προσθέσει ένα νέο χαρακτηριστικό και, κατόπιν, κάποιος άλλος θα ξαναέγραφε κάποια άλλα τμήματα για να προσθέσει άλλο ένα χαρακτηριστικό· σε μερικές περιπτώσεις, αυτό συνέχιζε επί είκοσι χρόνια. Στο εντωμεταξύ, κάποια μέρη του προγράμματος θα “κανιβαλίζονταν” για να σχηματίσουν την αρχή άλλων προγραμμάτων.

Η ύπαρξη ιδιοκτητών εμποδίζει αυτό το είδος εξέλιξης, καθιστώντας απαραίτητο να ξεκινά κανείς από την αρχή όταν αναπτύσσει ένα πρόγραμμα. Εμποδίζει, επίσης, και τους νέους επαγγελματίες να μελετούν τα υπάρχοντα προγράμματα για να μάθουν χρήσιμες τεχνικές ή, ακόμη, και το πως μπορούν να δομηθούν τα μεγάλα προγράμματα.

Οι ιδιοκτήτες εμποδίζουν, επίσης, και την εκπαίδευση. Συνάντησα πολύ έξυπνους φοιτητές στην πληροφορική, οι οποίοι δεν είχαν δει ποτέ τον κώδικα ενός μεγάλου προγράμματος. Μπορεί να είναι καλοί στη συγγραφή μικρών προγραμμάτων, αλλά δεν μπορούν ούτε καν ν' αρχίσουν να μαθαίνουν τις διαφορετικές ικανότητες για τη συγγραφή μεγάλων προγραμμάτων, αν δεν μπορούν να δούνε πως το κατόρθωσαν οι άλλοι.

Σε οποιοδήποτε διανοητικό πεδίο, μπορεί κάποιος να φτάσει σε ανώτερα ύψη πατώντας πάνω στους ώμους των άλλων. Αυτό, όμως δεν επιτρέπεται πλέον, γενικά, στο πεδίο του λογισμικού—μπορείς να βασισθείς μόνο στους ώμους των άλλων ανθρώπων μέσα στην ίδια σου την εταιρεία.

Η ψυχοκοινωνική ζημιά που συνδέεται με αυτό, αφορά το πνεύμα της επιστημονικής συνεργασίας, το οποίο ήταν κάποτε τόσο ισχυρό που οι επιστήμονες θα συνεργαζόταν μεταξύ τους ακόμη κι αν οι χώρες τους είχαν εμπλακεί σε πόλεμο. Με αυτό το πνεύμα, οι Ιάπωνες ωκεανογράφοι που εγκατέλειψαν το εργαστήριό τους σ' ένα νησί στον Ειρηνικό, είχαν διαφυλάξει προσεκτικά τη δουλειά τους για να περιέλθει στους εισβάλλοντες Αμερικανούς πεζοναύτες, και είχαν αφήσει και ένα σημείωμα ζητώντας τους να το φροντίσουν καλά.

Η διαμάχη για το κέρδος κατέστρεψε αυτό που ακόμη και οι διεθνής διαμάχη είχε περισώσει. Στις μέρες μας οι επιστήμονες, σε πολλά πεδία, δεν δημοσιεύουν αρκετά στοιχεία στις ανακοινώσεις τους για να επιτρέψουν στους άλλους να μπορούν να επαναλάβουν το πείραμα. Δημοσιεύουν μόνον όσα αρκούν για να προκαλέσουν θαυμασμό στους αναγνώστες για το πόσο πολλά πράγματα κατάφεραν να κάνουν. Αυτό αληθεύει σίγουρα για την επιστήμη των υπολογιστών, όπου ο πηγαίος κώδικας των προγραμμάτων στα οποία γίνεται αναφορά φυλάσσεται συνήθως μυστικός.

Δεν έχει σημασία πως περιορίζεται ο διαμοιρασμός

Συζήτησα μέχρι τώρα τα αποτελέσματα της παρεμπόδισης των ανθρώπων στο να αντιγράφουν, να αλλάζουν και να φτιάχνουν ένα πρόγραμμα. Δεν διευκρίνισα πως ακριβώς γίνεται αυτή η παρεμπόδιση, επειδή αυτό δεν επηρεάζει το συμπέρασμα. Είτε γίνεται με προστασία κατά της αντιγραφής, ή με πνευματικά διακιώματα, ή με άδειες, ή με κρυπτογράφηση, ή με κάρτες ROM, ή με σειριακούς αριθμούς στο υλικό, αν αυτό πετυχαίνει την παρεμπόδιση της χρήσης, τότε προκαλεί ζημιά.

Οι χρήστες θεωρούν μερικές από αυτές τις μεθόδους πιο αποκρουστικές από άλλες. Κατά τη γνώμη μου, οι πιο μισητές είναι εκείνες που πετυχαίνουν τον σκοπό τους.

Το λογισμικό πρέπει να είναι ελεύθερο

Έδειξα πως η ιδιοκτησία ενός προγράμματος—η δύναμη περιορισμού των τροποποιήσεων ή της αντιγραφής του—είναι παρεμποδιστική. Τα αρνητικά της αποτελέσματα είναι διάχυτα και σημαντικά. Αυτό συνεπάγεται ότι η κοινωνία δεν πρέπει να έχει ιδιοκτήτες για τα προγράμματα.

Ένας άλλος τρόπος για να το καταλάβουμε αυτό είναι ότι αυτό που χρειάζεται η κοινωνία είναι ελεύθερο λογισμικό, και το ιδιόκτητο λογισμικό δεν είναι παρά ένα φτωχό υποκατάστατο. Η ενθάρρυνση του υποκατάστατου δεν είναι ένας λογικός τρόπος για να έχουμε αυτό που θέλουμε.

Ο Václav Havel μας συμβούλευσε να “εργαζόμαστε για κάτι επειδή είναι καλό, και όχι απλώς επειδή έχει κάποιες πιθανότητες να πετύχει.” Μία επιχείρηση που φτιάχνει ιδιόκτητο λογισμικό, έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας από την στενή δική της σκοπιά, αλλά αυτό δεν είναι εκείνο που είναι καλό για την κοινωνία.

Γιατί οι άνθρωποι θα αναπτύσσουν λογισμικό

Αν εξαλείψουμε τα πνευματικά δικαιώματα ως ένα μέσο ενθάρρυνσης των ανθρώπων για να αναπτύσσουν λογισμικό, στην αρχή θα αναπτύσσεται λιγότερο λογισμικό, αλλά αυτό το λογισμικό θα είναι περισσότερο χρήσιμο. Δεν είναι σαφές αν η συνολική παραγόμενη ικανοποίηση των χρηστών θα είναι μικρότερη· αν όμως είναι, ή αν, τέλος πάντων, θέλουμε να την αυξήσουμε, υπάρχουν άλλοι τρόποι για να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη, ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν κι άλλοι τρόποι πέρα από την έγερση σταθμών διοδίων για την χρηματοδότηση των δρόμων. Πριν μιλήσω για το πως μπορεί να γίνει αυτό, θα ήθελα πρώτα να θέσω υπό συζήτηση το πόση τεχνητή ενθάρρυνση χρειάζεται στ' αλήθεια.

Ο προγραμματισμός είναι διασκέδαση

Υπάρχουν μερικά είδη δουλειάς όπου λίγοι θα μπούνε εκτός για τα λεφτά· η κατασκευή δρόμων για παράδειγμα. Υπάρχουν άλλα πεδία μελέτης και τέχνης από τα οποία υπάρχουν μικρές πιθανότητες να γίνει κανείς πλούσιος, στα οποία ο κόσμος μπαίνει για τη γοητεία τους ή για την εκλαμβανόμενη αξία που έχουν για την κοινωνία. Παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μαθηματική λογική, την κλασσική μουσική και την αρχαιολογία· και την πολιτική οργάνωση των εργαζομένων. Οι άνθρωποι ανταγωνίζονται, πιο πολύ με λύπη παρά με πικρία, για τις λίγες εκατοντάδες διαθέσιμες θέσεις, καμία εκ των οποίων δεν χρηματοδοτείται ικανοποιητικά. Μπορεί ακόμη και να πληρώσουν για μία πιθανότητα να δουλέψουν σε αυτό τον χώρο, αν μπορούν να το αντέξουν.

Ένα τέτοιο πεδίο μπορεί να μετατραπεί, εν μία νυκτί, αν αρχίσει να προσφέρει τη δυνατότητα πλουτισμού. Όταν ένας εργαζόμενος γίνει πλούσιος, και οι άλλοι ζητούν την ίδια ευκαιρία. Σύντομα, μπορεί όλοι να ζητούν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για να κάνουν εκείνο που, συνήθιζαν να κάνουν από ευχαρίστηση. Όταν περάσουν ακόμη λίγα χρόνια, όλοι θα κοροϊδεύουν την ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ κανείς να κάνει δουλειά σε αυτό το πεδίο χωρίς παχυλές χρηματικές αμοιβές. Θα συμβουλεύουν τους ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για τον κοινωνικό σχεδιασμό να εξασφαλίσουν ότι αυτές οι αμοιβές είναι εφικτές, εφαρμόζοντας όποια ειδικά προνόμια, δύναμη και μονοπώλια απαιτούνται για να επιτευχθεί αυτό.

Αυτή η αλλαγή συνέβη στο πεδίο του προγραμματισμού υπολογιστών κατά τη δεκαετία του 1980. Στη δεκαετία του 1970, υπήρχαν ήδη άρθρα για τον “εθισμό στους υπολογιστές”: οι χρήστες ήταν “συνεχώς συνδεδεμένοι” και είχαν αναπτύξει συνήθειες εκατοντάδων-δολαρίων-ανά-εβδομάδα. Έγινε γενικά αντιληπτό ότι στους ανθρώπους άρεσε ο προγραμματισμός αρκετά συχνά ώστε να διαλύσουν το γάμο τους. Σήμερα, είναι γενική αντίληψη ότι κανένας δεν θα προγραμμάτιζε, παρά μόνον για μια υψηλή αμοιβή. Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτό που ήξεραν τότε, παλιά.

Αυτό που είναι όντως αλήθεια σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα δουλέψουν σε ένα συγκεκριμένο πεδίο μόνον για μία υψηλή αμοιβή, δεν είναι απαραίτητο να παραμένει πάντα αληθές. Η δυναμική της αλλαγής μπορεί να κινηθεί και αντίστροφα, εάν η κοινωνία προσφέρει μία ώθηση. Αν αφαιρέσουμε τη δυνατότητα μεγάλου πλουτισμού, τότε, μετά από λίγο, όταν οι άνθρωποι θα έχουν επαναπροσαρμόσει τη στάση τους, θα είναι και πάλι πρόθυμοι να δουλέψουν στο πεδίο αυτό για τη χαρά της εκπλήρωσης.

Το ερώτημα “Πως μπορούμε να αμοίβουμε τους προγραμματιστές;” γίνεται ευκολότερο όταν συνειδοποιήσουμε ότι δεν τίθεται θέμα να τους πληρώσουμε μία ολόκληρη περιουσία. Είναι πιο εύκολο να τους εξασφαλίσουμε τα προς το ζήν.

Χρηματοδότηση του ελεύθερου λογισμικού

Οι οργανισμοί που αμείβουν τους προγραμματιστές δεν χρειάζεται να είναι οίκοι παραγωγής λογισμικού. Υπάρχουν ήδη πολλοί άλλοι οργανισμοί που μπορούν να το κάνουν αυτό.

Οι κατασκευαστές υλισμικού το θεωρούν βασικό να υποστηρίζουν την ανάπτυξη λογισμικού, έστω κι αν δεν μπορούν να ελέγχουν τη χρήση του. Το 1970, τα περισσότερα από τα προγράμματά τους ήταν ελεύθερα, διότι δεν ελάμβαναν υπ' όψη τους να τα περιορίσουν. Σήμερα, η αυξανόμενη προθυμία τους να συνενώνονται σε κοινοπραξίες, δείχνει την συνειδητοποίησή τους ότι η κατοχή του λογισμικού δεν αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικά σημαντικό γι' αυτούς.

Τα πανεπιστήμια διοργανώνουν πολλά έργα προγραμματισμού. Στη σημερινή εποχή, συχνά πωλούν τα αποτελέσματα, αλλά κατά τη δεκαετία του 1970 δεν το έκαναν. Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα πανεπιστήμια θα ανέπτυσσαν ελεύθερο λογισμικό αν δεν δεν τους επιτρέπονταν να πωλούν λογισμικό; Αυτά τα έργα θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τις ίδιες κρατικές συμβάσεις και επιδοτήσεις που, τώρα, στηρίζουν την ανάπτυξη του ιδιόκτητου λογισμικού.

Είναι συνηθισμένο σήμερα για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές να παίρνουν υποτροφίες για την ανάπτυξη ενός συστήματος, να το αναπτύσσουν μέχρι το σημείο της σχεδόν πλήρους ολοκλήρωσης και να το αποκαλούν “ολοκληρωμένο”, και, στη συνέχεια, να ιδρύουν εταιρείες όπου πραγματικά ολοκληρώνουν το έργο και το καθιστούν χρησιμοποιήσιμο. Ενίοτε, αποκαλούν την μη ολοκληρωμένη έκδοση “δωρεάν”· αν είναι εντελώς διεφθαρμένοι, παίρνουν, αντιθέτως, μία άδεια αποκλειστικότητας από το πανεπιστήμιο. Αυτό δεν αποτελεί μυστικό· το παραδέχονται ανοικτά όλοι οι εμπλεκόμενοι. Κι όμως, αν οι ερευνητές δεν είχαν εκτεθεί στον πειρασμό να κάνουν αυτά τα πράγματα, τότε θα συνέχιζαν ακόμη να κάνουν την έρευνά τους.

Οι προγραμματιστές που γράφουν ελεύθερο λογισμικό μπορούν να βιοπορισθούν πουλώντας υπηρεσίες σχετικές με το λογισμικό. Έχω προσληφθεί για να προσαρμόσω το GNU C μεταγλωττιστή σ' ένα νέο υλικό, και για να φτιάξω επεκτάσεις της διεπαφής χρήστη για το GNU Emacs. (Προσφέρω στο κοινό αυτές τις βελτιώσεις, όταν τελειώνουν.) Διδάσκω επίσης σε τάξεις, για το οποίο αμείβομαι.

Δεν είμαι ο μόνος που δουλεύω με αυτόν τον τρόπο· υπάρχει τώρα μία πετυχημένη, μεγεθυνόμενη επιχείρηση που δουλεύει μόνο με αυτό τον τρόπο. Υπάρχουν επίσης πολλές άλλες εταιρείες που παρέχουν εμπορική υποστήριξη στο ελεύθερο λογισμικό του συστήματος GNU. Αυτή είναι η απαρχή της βιομηχανίας υποστήριξης του ανεξάρτητου λογισμικού—μία βιομηχανία που θα μπορούσε να γίνει πολύ μεγάλη αν κυριαρχήσει το ελεύθερο λογισμικό. Προσφέρει στους χρήστες μια επιλογή που είναι, εν γένει, μη διαθέσιμη με το ιδιόκτητο λογισμικό, εκτός στους πολύ πλούσιους,

Νέοι οργανισμοί σαν το Ίδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού μπορούν επίσης να χρηματοδοτήσουν προγραμματιστές. Τα περισσότερα κεφάλαια του Ιδρύματος προέρχονται από χρήστες που αγοράζουν ταινίες μέσω του ταχυδρομείου. Το λογισμικό σε ταινίες είναι ελεύθερο, πράγμα που σημαίνει ότι ο κάθε χρήστης έχει την ελευθερία να το αντιγράφει, να το αλλάζει, αλλά παρόλα ταύτα, πολλοί πληρώνουν για να πάρουν αντίτυπα. (Να θυμάστε ότι ο όρος “ελεύθερο λογισμικό” αναφέρεται στην έννοια της ελευθερίας και όχι στην τιμή.) Μερικοί χρήστες που έχουν ήδη ένα αντίγραφο, παραγγέλλουν ταινίες σαν έναν τρόπο για να κάνουν μια συνεισφορά που αισθάνονται πως αξίζει. Το Ίδρυμα δέχεται επίσης και μεγάλες χορηγίες από κατασκευαστές υπολογιστών.

Το Ίδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού είναι ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός και τα έσοδά του δαπανώνται για τη μίσθωση όσο το δυνατόν περισσότερων προγραμματιστών. Αν είχε στηθεί ως επιχείρηση, διανέμοντας το ίδιο ελεύθερο λογισμικό προς το κοινό, έναντι του ίδιου τιμήματος, θα απέδιδε τώρα ένα πολύ καλό επίπεδο διαβίωσης στον ιδρυτή του.

Επειδή το Ίδρυμα είναι ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός, οι προγραμματιστές συνήθως εργάζονται για το Ίδρυμα έναντι της μισής αμοιβής από εκείνη που θα κέρδιζαν αν εργαζόταν κάπου αλλού. Αλλά το κάνουν αυτό διότι είμαστε ελεύθεροι από γραφειοκρατία, και διότι νοιώθουν ικανοποίηση ξέροντας ότι η δουλειά τους δεν θα παρεμποδισθεί από τη χρήση. Πάνω από όλα, το κάνουν αυτό διότι ο προγραμματισμός είναι διασκέδαση. Επιπρόσθετα, εθελοντές έχουν γράψει πολλά προγράμματα για εμάς. (Ακόμη και συγγραφείς τεχνικών δοκιμίων έχουν αρχίσει να προσφέρονται ως εθελοντές.)

Αυτό επιβεβαιώνει ότι ο προγραμματισμός είναι ανάμεσα στα πιο γοητευτικά πεδία, μαζί με τη μουσική και την τέχνη. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ότι κανένας δεν θα θέλει να προγραμματίσει.

Τι οφείλουν οι χρήστες προς τους προγραμματιστές;

Υπάρχει καλός λόγος για τους χρήστες του λογισμικού να νοιώθουν μια ηθική υποχρέωση να συνεισφέρουν στη στήριξή του. Οι προγραμματιστές ελεύθερου λογισμικού συνεισφέρουν στις καθημερινές δραστηριότητες των χρηστών, οπότε είναι δίκαιο, αλλά και μέσα στο μακροπρόθεσμο συμφέρον των χρηστών, να τους δώσουν χρήματα για να συνεχίσουν.

Από την άλλη, αυτό δεν ισχύει για τους προγραμματιστές ιδιόκτητου λογισμικού, αφού ο παρεμποδισμός αξίζει την τιμωρία, παρά την επιβράβευση.

Έχουμε, λοιπόν, ένα παράδοξο: ο προγραμματιστής χρήσιμου λογισμικού έχει δικαίωμα να λάβει την υποστήριξη των χρηστών, αλλά η οποιαδήποτε προσπάθεια μετατροπής αυτής της ηθικής υποχρέωσης σε ένα προαπαιτούμενο, καταστρέφει τη βάση της ίδιας της υποχρέωσης. Ένας προγραμματιστής μπορεί είτε να αξίζει μία επιβράβευση, είτε να τη ζητήσει, αλλά όχι και τα δύο.

Πιστεύω ότι ένας ηθικός προγραμματιστής που βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτό το παράδοξο, πρέπει να ενεργεί με τρόπο που να αξίζει την επιβράβευση, αλλά θα πρέπει, επίσης, να ζητά ένθερμα την υποστήριξη των χρηστών υπό μορφή εθελοντικών δωρεών. Τελικά, οι χρήστες θα μάθουν να στηρίζουν τους προγραμματιστές χωρίς εξαναγκασμό, ακριβώς όπως έμαθαν να υποστηρίζουν το δημόσιο ραδιόφωνο και τους δημόσιους τηλεοπτικούς σταθμούς.

Τι είναι η παραγωγικότητα του λογισμικού;

Αν το λογισμικό ήταν ελεύθερο, και πάλι θα υπήρχαν προγραμματιστές, αλλά, ίσως, λιγότεροι από αυτούς. Θα ήταν αυτό κάτι κακό για την κοινωνία;

Όχι απαραίτητα. Σήμερα, τα αναπτυγμένα έθνη έχουν λιγότερους γεωργούς απ' όσους είχαν το 1900, αλλά αυτό δεν το θεωρούμε κακό για την κοινωνία, διότι αυτοί οι λιγότεροι παράγουν περισσότερη τροφή για τους καταναλωτές από όση κατάφερναν να παράγουν οι περισσότεροι. Το αποκαλούμε αυτό αυξημένη παραγωγικότητα. Το ελεύθερο λογισμικό θα χρειαζόταν πολύ λιγότερους προγραμματιστές για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας του λογισμικού σε όλα τα επίπεδα:

Εκείνοι που αντιτίθενται στη συνεργασία ισχυριζόμενοι ότι αυτό θα κατέληγε στην απασχόληση λιγότερων προγραμματιστών, είναι ουσιαστικά αντίθετοι στην αυξημένη παραγωγικότητα. Και όμως, αυτοί οι άνθρωποι δέχονται συνήθως τη γενικώς διαδεδομένη άποψη ότι η βιομηχανία λογισμικού χρειάζεται μια αυξημένη παραγωγικότητα. Πώς γίνεται αυτό;

Η “παραφωφικότητα του λογισμικού” μπορεί να σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα: την συνολική παραγωγικότητα όλης της ανάπτυξης λογισμικού, ή την παραγωγικότητα των μεμονωμένων έργων. Η συνολική παραγωγικότητα είναι εκείνη που η κοινωνία θα ήθελε να βελτιώσει και ο πιο άμεσος τρόπος για να το πετύχει αυτό είναι η εξάλειψη των τεχνητών εμποδίων για τη συνεργασία, τα οποία τη μειώνουν. Αλλά οι ερευνητές που μελετούν αυτό το πεδίο της “παραγωγικότητας του λογισμικού” εστιάζονται μόνο στη δεύτερη, περιορισμένη, έννοια του όρου, όπου η βελτίωση απαιτεί δύσκολες τεχνικές προόδους.

Είναι ο ανταγωνισμός αναπόφευκτος;

Είναι αναπόφευκτο ότι οι άνθρωποι θα προσπαθούν να ανταγωνίζονται, για να ξεπεράσουν τους αντιπάλους τους στην κοινωνία; Ίσως ναι. Ο ανταγωνισμός, όμως, αυτός καθαυτός, δεν είναι κακός· το βλαβερό πράγμα είναι η μάχη.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ανταγωνίζεται κανείς. Ο ανταγωνισμός μπορεί να συνίσταται στο να προσπαθούμε να καταφέρουμε ακόμη περισσότερα, να ξεπεράσουμε αυτό που άλλοι έχουν κάνει. Για παράδειγμα, στις παλιές μέρες, υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στους μάγους του προγραμματισμού—ανταγωνισμός για το ποιος θα μπορούσε να οδηγήσει τον υπολογιστή να κάνει το πιο αξιοθαύμαστο πράγμα, ή για το ποιος θα έφτιαχνε το πιο μικρό ή το πιο ταχύ πρόγραμμα για μία δεδομένη δουλειά. Αυτού του είδους ο ανταγωνισμός μπορεί να αποβεί εις όφελος όλων, εφόσον διατηρείται το πνεύμα της αθλητικής άμιλλας.

Ο δημιουργικός ανταγωνισμός επαρκεί για να κάνει τους ανθρώπους να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες. Αρκετοί άνθρωποι συναγωνίζονται για το ποιος θα είναι ο πρώτος που θα έχει επισκεφθεί όλες τις χώρες της γης· μερικοί ξοδεύουν μέχρι και περιουσίες στην προσπάθειά τους να το πετύχουν. Δεν χρηματίζουν, όμως, τους καπετάνιους των πλοίων για να ξεφορτώσουν τους ανταγωνιστές τους σε κάποιο ερημικό νησί. Ικανοποιούνται με το να αφήνουν τον καλύτερο να κερδίζει.

Ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε μάχη όταν οι ανταγωνιστές αρχίζουν να προσπαθούν να εμποδίσουν ο ένας τον άλλον, αντί να προοδεύουν οι ίδιοι τους—όταν το “Άσε τον καλύτερο να κερδίσει” δίνει τη θέση του στο “Άσε εμένα να κερδίσω, είτε είμαι ο καλύτερος είτε όχι.” Το ιδιόκτητο λογισμικό είναι επιβλαβές, όχι γιατί είναι μια μορφή ανταγωνισμού, αλλά επειδή είναι μια μορφή μάχης ανάμεσα σε πολίτες της κοινωνίας μας.

Ο ανταγωνισμός στις επιχειρήσεις δεν σημαίνει απαραίτητα μάχη. Για παράδειγμα, όταν δύο μανάβικα ανταγωνίζονται, η όλη τους προσπάθεια έγκειται στη βελτίωση των υπηρεσιών τους, και όχι στο να υποσκάψουν τον αντίπαλο. Αυτό, όμως, δεν αποδεικνύει κάποια ιδιαίτερη δέσμευση σε μία επιχειρηματική ηθική· μάλλον, υπάρχει μικρό περιθώριο για μάχες σε αυτό το είδος επιχείρησης, εκτός από τη φυσική βία. Δεν μοιράζονται, όμως, όλα τα είδη επιχείρησης αυτό το χαρακτηριστικό. Η παρακράτηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους πάντες να προοδεύσουν, συνιστά μια μορφή μάχης.

Η επιχειρηματική ιδεολογία δεν προετοιμάζει τους ανθρώπους να αντισταθούν στον πειρασμό να μάχονται τον ανταγωνισμό. Μερικές μορφές μάχης έχουν απαγορευθεί από τους αντιμονοπωλιακούς νόμους, τους νόμους για την αλήθεια στη διαφήμιση, κ.ο.κ., αλλά, αντί να το γενικεύσουν αυτό σε μία επί της αρχής απόρριψη του μάχεσθαι, γενικότερα, τα εκτελεστικά στελέχη επινοούν άλλες μορφές μάχης οι οποίες δεν απαγορεύονται ρητά. Η κοινωνία σπαταλά τους πόρους της, αφειδώς, στο οικονομικό αντίστοιχο ενός φατριαστικού εμφύλιου πολέμου.

“Γιατί δεν μετακομίζεις στη Ρωσία;”

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οποιοσδήποτε υποστηρικτής κάτι άλλου εκτός από τις πιο ακραίες μορφές της laissez-faire ιδιοτέλειας, έχει ακούσει συχνά αυτή την κατηγορία. Για παράδειγμα, αυτό προσάπτεται ενάντια στους υποστηρικτές ενός εθνικού συστήματος υγείας, σαν εκείνα που συναντά κανείς σε όλες τις άλλες βιομηχανικές χώρες του ελεύθερου κόσμου. Προσάπτεται ενάντια στους υποστηρικτές της δημόσιας υποστήριξης για τις τέχνες, η οποία είναι επίσης πανταχού παρούσα στα ανεπτυγμένα έθνη. Η ιδέα ότι οι πολίτες θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του γενικού καλού ταυτίζεται στην Αμερική με τον Κομμουνισμό. Αλλά, πόσο όμοιες είναι αυτές οι ιδέες;

Ο Κομμουνισμός, έτσι όπως εφαρμόσθηκε στην Σοβιετική Ένωση, ήταν ένα σύστημα κεντρικού ελέγχου όπου όλες οι δραστηριότητες ήταν ρυθμιζόμενες, υποτίθεται προς χάρη του κοινού καλού, αλλά στην πραγματικότητα προς χάρη των μελών του Κομμουνιστικού κόμματος. Και όπου κάθε εξοπλισμός με δυνατότητα αντιγραφής ήταν υπό στενή φύλαξη, για να εμποδίζεται η παράνομη αντιγραφή.

Το Αμερικανικό σύστημα πνευματικών δικαιωμάτων στο λογισμικό, ασκεί κεντρικό έλεγχο πάνω στη διανομή ενός προγράμματος και φυλάσσει τις συσκευές αντιγραφής με αυτόματα σχήματα προστασίας-κατά-της-αντιγραφής, ούτως ώστε να εμποδίζει την παράνομη αντιγραφή.

Σε αντίθεση, εγώ εργάζομαι για να φτιάξω ένα σύστημα όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν για τις ενέργειές τους· ειδικότερα, ελεύθεροι να βοηθούν τους γείτονές τους, κι ελεύθεροι να τροποποιούν και να βελτιώνουν τα εργαλεία που χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ζωή. Ένα σύστημα βασισμένο στην εθελοντική συνεργασία και στην αποκέντρωση.

Έτσι, αν πρέπει να κρίνουμε τις απόψεις ανάλογα με την ομοιότητά τους με τον Ρωσικό Κομμουνισμό, τότε είναι οι ιδιοκτήτες λογισμικού αυτοί που είναι οι Κομμουνιστές.

Το ερώτημα περί των παραδοχών

Σε αυτό το άρθρο κάνω την παραδοχή ότι ένας χρήστης λογισμικού δεν είναι λιγότερο σημαντικός από έναν δημιουργό, αλλά ούτε και από τον εργοδότη του δημιουργού. Με άλλα λόγια, τα συμφέροντά τους και οι ανάγκες τους έχουν το ίδιο βάρος, όταν πρόκειται να αποφασίσουμε για το ποιος δρόμος δράσης είναι ο καλύτερος.

Αυτή η παραδοχή δεν είναι γενικά παραδεκτή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο εργοδότης ενός δημιουργού είναι ουσιωδώς πιο σημαντικός από οποιονδήποτε άλλον. Αυτοί λένε, για παράδειγμα, ότι ο σκοπός της ύπαρξης ιδιοκτητών λογισμικού είναι για να δώσουμε στον εργοδότη του δημιουργού το πλεονέκτημα που του αξίζει—ανεξάρτητα από το πως αυτό μπορεί να επηρεάσει την κοινωνία.

Δεν έχει νόημα να αποδείξει κανείς, ή να καταρρίψει, αυτές τις παραδοχές. Η απόδειξη απαιτεί την ύπαρξη κοινών παραδοχών. Οπότε, τα περισσότερα από αυτά που έχω να πω απευθύνονται σε εκείνους που μοιράζονται από κοινού τις ίδιες παραδοχές που χρησιμοποιώ, ή τουλάχιστον, ενδιαφέρονται για το ποιες είναι οι επιπτώσεις τους. Για όσους πιστεύουν πως οι ιδιοκτήτες είναι πιο σημαντικοί από οποιονδήποτε άλλον, αυτό το άρθρο είναι, απλούστατα, μη-σχετικό.

Αλλά γιατί ένας μεγάλος αριθμός Αμερικανών να αποδέχεται μια παραδοχή που εξυψώνει σε σημασία κάποιους ανθρώπους υπεράνω οποιουδήποτε άλλου; Εν μέρει λόγω της πεποίθησης ότι αυτή η παραδοχή είναι τμήμα των νομικών παραδόσεων της Αμερικανικής κοινωνίας. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν πως η αμφισβήτηση της παραδοχής αυτής ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της ίδιας της βάσης της κοινωνίας.

Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους αυτούς να γνωρίζουν πως αυτή η παραδοχή δεν αποτελεί τμήμα της νομικής μας παράδοσης. Ποτέ δεν αποτέλεσε.

Έτσι, το Σύνταγμα λέει ότι ο σκοπός των πνευματικών δικαιωμάτων[1] είναι να “προωθεί την Πρόοδο της Επιστήμης και των χρήσιμων Τεχνών.” Το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμοδότησε σχετικά με αυτό, δηλώνοντας στη νομική διαμάχη Fox Film εναντίον Doyal· ότι “Το μοναδικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και ο πρωταρχικός σκοπός της παροχής του μονοπωλίου των πνευματικών δικαιωμάτων έγκειται στα γενικά οφέλη που προσπορίζεται η κοινωνία από τα έργα των δημιουργών.”

Δεν απαιτείται να συμφωνούμε με το Σύνταγμα ή με το Ανώτατο Δικαστήριο. (Έναν καιρό και τα δύο παρέβλεπαν τη δουλεία.) Έτσι οι θέσεις τους δεν καταρρίπτουν την παραδοχή της ανωτερότητας του ιδιοκτήτη. Αλλά ελπίζω ότι η επίγνωση πως αυτή είναι μια υπόθεση της ακραίας δεξιάς πτέρυγας παρά μια παραδοσιακά αναγνωριζόμενη, θα αδυνατίσει την ελκυστικότητά της.

Συμπέρασμα

Θα θέλαμε να σκεφτούμε ότι η κοινωνία μας ενθαρρύνει το να βοηθάμε το γείτονά μας· αλλά κάθε φορά που επιβραβεύουμε κάποιους για τακτικές παρεμπόδισης, ή τους θαυμάζουμε για τον πλούτο που απέκτησαν με αυτό τον τρόπο, στέλνουμε το αντίθετο μήνυμα.

Η συσσώρευση λογισμικού αποτελεί μία μορφή της γενικότερης προθυμίας μας να αδιαφορούμε για το καλό της κοινωνίας προς όφελος του ατομικού μας κέρδους. Μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την έλλειψη σεβασμού από τον Ronald Reagan στον Dick Cheney, από την Exxon στην Enron, από τις καταρρέουσες τράπεζες στα καταρρέοντα σχολεία. Μπορούμε να την μετρήσουμε με το μέγεθος του άστεγου πληθυσμού και του έγκλειστου στη φυλακή πληθυσμού. Το αντικοινωνικό πνεύμα τρέφεται από τον εαυτό του, διότι όσο περισσότερο βλέπουμε ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν θα μας βοηθήσουν, τόσο περισσότερο μας μοιάζει περιττό να τους βοηθήσουμε και εμείς. Οπότε, η κοινωνία παρακμάζει σε μια ζούγκλα.

Αν δεν θέλουμε να ζούμε σε μια ζούγκλα, πρέπει να αλλάξουμε την στάση μας. Πρέπει να αρχίσουμε να στέλνουμε το μήνυμα ότι ένας καλός πολίτης είναι εκείνος που συνεργάζεται όταν χρειάζεται, και όχι εκείνος που είναι πετυχημένος στο να παίρνει από τους άλλους. Ελπίζω ότι το κίνημα ελεύθερου λογισμικού θα συνεισφέρει ως προς το εξής: σε τουλάχιστον έναν τομέα, θα αντικαταστήσουμε τη ζούγκλα με ένα πιο αποδοτικό σύστημα, το οποίο ενθαρρύνει την εθελοντική συνεργασία και βασίζεται πάνω σε αυτήν.

Υποσημειώσεις

  1. Η λέξη “ελεύθερο” στο “ελεύθερο λογισμικό” αναφέρεται στην έννοια της ελευθερίας, και όχι στην τιμή· η τιμή που πληρώνει κανείς για ένα αντίγραφο ενός ελεύθερου προγράμματος μπορεί να είναι μηδέν, ή μια μικρή τιμή, ή (σπάνια) μια πολύ υψηλή τιμή.
  2. Οι έννοιες της ρύπανσης και της κυκλοφοριακής συμφόρησης δεν αλλοιώνουν αυτό το συμπέρασμα. Αν επιθυμούμε να κάνουμε την οδήγηση ποιο δαπανηρή για να αποθαρρύνουμε γενικά την οδήγηση, είναι αντιπαραγωγικό να το κάνουμε με τη χρήση σταθμών διοδίων, που συνεισφέρουν τόσο στη ρύπανση, όσο και στη συμφόρηση. Ένας φόρος επί των καυσίμων είναι πολύ καλύτερος. Παρομοίως, η επιθυμία για βελτίωση της ασφάλειας μέσω του περιορισμού της μέγιστης ταχύτητας δεν έχει σημασία. Ένας δρόμος με ελεύθερη πρόσβαση βελτιώνει τη μέση ταχύτητα μέσω της αποφυγής στάσεων και καθυστερήσεων, για οποιοδήποτε δεδομένο όριο ταχύτητας.
  3. Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα υπολογιστή ως ένα επιβλαβές πράγμα που δεν θα έπρεπε να είναι καθόλου διαθέσιμο, όπως η βάση δεδομένων προσωπικών πληροφοριών Lotus Marketplace, που αποσύρθηκε από τη λιανική λόγω δημόσιας αποδοκιμασίας. Τα περισσότερα από αυτά που λέω δεν εφαρμόζονται σε αυτή την περίπτωση, αλλά έχει πολύ λίγο νόημα να επιχειρηματολογούμε για την ύπαρξη ενός ιδιοκτήτη με βάση το σκεπτικό ότι ο ιδιοκτήτης θα κάνει το πρόγραμμα λιγότερο διαθέσιμο. Ο ιδιοκτήτης δεν θα το κάνει απολύτως μη διαθέσιμο, όπως θα μπορούσε κάποιος να εύχεται στην περίπτωση ενός προγράμματος του οποίου η χρήση θεωρείται καταστρεπτική.

Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύεται στην Ελεύθερο Λογισμικό, Ελεύθερη Κοινωνία: Tα Επιλεγμένα Δοκίμια του Richard M. Stallman.

Σημειώσεις του μεταφραστή:
  1. “πνευματικά δικαιώματα”: μετάφραση του πηγαίου όρου “copyright”.