Αυτή η μετάφραση μπορεί να μην αντανακλά τις αλλαγές που έγιναν από τις 2022-05-02 στο Αγγλικό πρωτότυπο.

Καλό θα ήταν να ρίξετε μια ματιά σε εκείνες τις αλλαγές. Παρακαλούμε δείτε το Μεταφράσεις ΔΙΑΒΑΣΕΜΕ για να βρείτε πως μπορείτε να βοηθήσετε να ενημερωθεί αυτή η μετάφραση.

Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ινδία


Στην αρχή

Στους αρχαίους καιρούς, η Ινδία είχε το σύστημα εκπαίδευσης Gurukula, στο οποίο όποιος ήθελε να σπουδάσει πήγαινε στο σπίτι ενός δασκάλου (Guru) και του ζητούσε να τον/την διδάξει. Αν γινόταν δεκτός σαν μαθητής από τον δάσκαλο, τότε θα έμενε στο σπίτι του και θα βοηθούσε σε όλες τις δραστηριότητες του σπιτιού. Αυτό δεν δημιουργούσε μόνον έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή, αλλά δίδασκε και στον μαθητή τα πάντα γύρω από τη διαχείριση ενός σπιτιού. Ο δάσκαλος δίδασκε όλα όσα ήθελε να μάθει το παιδί, από τα Σανσκριτικά μέχρι τις ιερές γραφές, κι από τα Μαθηματικά μέχρι τη Μεταφυσική. Ο μαθητής έμενε για όσο ήθελε, ή μέχρι ο δάσκαλος να αισθανθεί πως του είχε διδάξει όλα όσα ο ίδιος μπορούσε να του μάθει. Όλη η μάθηση ήταν στενά συνδεδεμένη με τη φύση και τη ζωή, και όχι περιορισμένη στην απομνημόνευση κάποιων πληροφοριών.

Το σύγχρονο σχολικό σύστημα εισήχθηκε στην Ινδία, συμπεριλαμβάνοντας την Αγγλική γλώσσα, αρχικά από το Λόρδο Thomas Babington Macaulay στη δεκαετία του 1830. Το διδακτικό πρόγραμμα περιοριζόταν σε “μοντέρνα” θέματα όπως η επιστήμη και τα μαθηματικά, ενώ θέματα όπως η μεταφυσική και η φιλοσοφία θεωρήθηκαν μη απαραίτητα. Η διδασκαλία περιοριζόταν σε σχολικές τάξεις και ο δεσμός με τη φύση έσπασε, καθώς επίσης και η στενή σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή.

Η Διεύθυνση Λυκείων και Ενδιάμεσης Εκπαίδευσης της Uttar Pradesh (μια πολιτεία της Ινδίας) ήταν η πρώτη Διεύθυνση που δημιουργήθηκε στην Ινδία, το έτος 1921, με δικαιοδοσία στην Rajputana, την Κεντρική Ινδία και το Gwalior. Το 1929 ιδρύθηκε η Διεύθυνση Λυκείων και Ενδιάμεσης Εκπαίδευσης της Rajputana. Αργότερα, δημιουργήθηκαν διευθύνσεις σε κάποιες ακόμη από τις πολιτείες. Αλλά, τελικά, το 1952, αναθεωρήθηκε το καταστατικό της διεύθυνσης και μετονομάσθηκε σε Κεντρική Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (CBSE). Όλα τα σχολεία στο Δελχί και μερικές επιπλέον περιοχές, υπήχθησαν στη Διεύθυνση αυτή. Ήταν ευθύνη της Διεύθυνσης να αποφασίζει για πράγματα όπως το διδακτικό πρόγραμμα, τα σχολικά βιβλία και το σύστημα εξετάσεων για όλα τα σχολεία που υπάγονταν σε αυτή. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες σχολεία που υπάγονται στη Διεύθυνση, τόσο στην Ινδία όσο και σε πολλές άλλες χώρες, από το Αφγανιστάν μέχρι τη Ζιμπάμπουε.

Η γενική υποχρεωτική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά στην ομάδα ηλικιών από 6-14 ήταν ένα πολυπόθητο όνειρο για τη νέα κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ινδίας. Αυτό είναι προφανές από το γεγονός ότι ενσωματώθηκε ως επίσημη οδηγία στο άρθρο 45 του συντάγματος. Αλλά αυτός ο στόχος παραμένει πολύ μακρινός, ακόμη και περισσότερο από μισόν αιώνα αργότερα. Πάντως, στο πρόσφατο παρελθόν, η κυβέρνηση φαίνεται να έλαβε σοβαρά υπ' όψη της αυτό το κενό και ανακήρυξε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως ένα Θεμελιώδες Δικαίωμα για κάθε Ινδό πολίτη. Οι πιέσεις της οικονομικής ανάπτυξης και η οξεία έλλειψη ικανού και εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού πρέπει να έπαιξαν σίγουρα ένα ρόλο για να οδηγήσουν την κυβέρνηση να κάνει αυτό το βήμα. Η δαπάνη της Κυβέρνησης της Ινδίας στη σχολική εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια ανέρχεται περίπου στο 3% του ΑΕΠ, το οποίο αναγνωρίζεται ότι είναι πολύ χαμηλό.

“Πιο πρόσφατα, έγιναν πολλές σημαντικές ανακοινώσεις για την ανάπτυξη της φτωχής κατάστασης των πραγμάτων στον εκπαιδευτικό τομέα της Ινδίας, η πιο σημαντική από τις οποίες ήταν το Κοινό Ελάχιστο Εθνικό Πρόγραμμα (NCMP) της κυβέρνησης της Ενωμένης Προοδευτικής Συμμαχίας (UPA). Οι ανακοινώσει αυτές είναι: (α) Θα αυξηθεί προοδευτικά η δαπάνη στην εκπαίδευση στο 6 τοις εκατό περίπου του ΑΕΠ. (β) Για την υποστήριξη της αύξησης δαπανών στην εκπαίδευση και την αύξηση της ποιότητας της εκπαίδευσης, θα επιβληθεί ένα τέλος υπέρ της εκπαίδευσης σε όλους τους φόρους της κεντρικής κυβέρνησης. (γ) Θα εξασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα αποκλείεται από την εκπαίδευση λόγω οικονομικών δυσχερειών και φτώχειας. (δ) Το δικαίωμα στην εκπαίδευση θα γίνει ένα θεμελιώδες δικαίωμα όλων των παιδιών στο ηλικιακό φάσμα 6–14 ετών. (ε) Θα επεκταθεί παντού η εκπαίδευση διαμέσου των προβεβλημένων προγραμμάτων της, όπως το Sarva Siksha Abhiyan και το Μεσημεριανό Γεύμα (Mid Day Meal).” (Βικιπαίδεια: Εκπαίδευση στην Ινδία)

Το σχολικό σύστημα

Η Ινδία υποδιαιρείται σε 28 πολιτείες και σε 7 αποκαλούμενες “Ενωμένες Επικράτειες”. Οι πολιτείες έχουν τις δικές τους εκλεγμένες κυβερνήσεις, ενώ οι Ενωμένες Επικράτειες κυβερνώνται απ' ευθείας από την Κυβέρνηση της Ινδίας, με τον Πρόεδρο της Ινδίας να διορίζει έναν διαχειριστή για την κάθε Ενωμένη Επικράτεια. Σύμφωνα με το σύνταγμα της Ινδίας, η σχολική εκπαίδευση αποτελούσε αρχικά αρμοδιότητα των πολιτειών—δηλαδή, οι πολιτείες είχαν πλήρη εξουσία να αποφασίζουν τις πολιτικές τους και να τις εφαρμόζουν. Ο ρόλος της Κυβέρνησης της Ινδίας (ΚτΙ) ήταν περιορισμένος στο συντονισμό και τη λήψη αποφάσεων για τις προδιαγραφές της ανώτερης εκπαίδευσης. Αυτό άλλαξε με μια συνταγματική αναθεώρηση το 1976, έτσι ώστε η εκπαίδευση υπάγεται τώρα στον λεγόμενο συμπίπτωντα κατάλογο. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτκές και τα προγράμματα για την σχολική εκπαίδευση προτείνονται στο εθνικό επίπεδο από την ΚτΙ, αν και οι κυβερνήσεις των πολιτειών έχουν μεγάλο βαθμό ελευθερίας στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Οι πολιτικές αυτές ανακοινώνονται περιοδικά στο εθνικό επίπεδο. Η Κεντρική Συμβουλευτική Διεύθυνση Εκπαίδευσης (CABE), που ιδρύθηκε το 1935, συνεχίζει να παίζει έναν ηγετικό ρόλο στην εξέλιξη και την παρακολούθηση των εκπαιδευτικών πολιτικών και προγραμμάτων.

Υπάρχει ένας εθνικός οργανισμός που παίζει ένα ρόλο κλειδί στην ανάπτυξη πολιτικών και προγραμμάτων, που αποκαλείται Εθνικό Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (NCERT) και ο οποίος καταρτίζει ένα Εθνικό Πλαίσιο Διδακτικού Προγράμματος. Η κάθε πολιτεία έχει και τον αντίστοιχο οργανισμό, που ονομάζεται Πολιτειακό Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (SCERT). Αυτοί είναι οι φορείς που ουσιαστικά προτείνουν εκπαιδευτικές στρατηγικές, σχολικά προγράμματα, παιδαγωγικά σχήματα και μεθοδολογίες αξιολόγησης προς τις πολιτειακές υπηρεσίες εκπαίδευσης. Τα SCERT γενικά ακολουθούν τις κατευθυντήριες οδηγίες που καταρτίστηκαν από το NCERT. Οι πολιτείες, όμως, έχουν σημαντική ελευθερία στην υλοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η Εθνική Στρατηγική για την Εκπαίδευση το 1986, και το Πρόγραμμα Δράσης (POA) το 1992, προέβλεπαν την ελεύθερη και υποχρεωτική εκπαίδευση ικανοποιητικής ποιότητας για όλα τα παιδιά κάτω των 14 ετών πριν τον 21ο αιώνα. Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε να αφιερώσει το 6% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) για την εκπαίδευση, το μισό του οποίου θα επενδύονταν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δαπάνες στην Εκπαίδευση ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αυξήθηκαν επίσης από το 0,7 τοις εκατό το 1951-52 σε περίπου 3,6 τοις εκατό το 1997-98.

Το σχολικό σύστημα στην Ινδία προβλέπει τέσσερα επίπεδα: το κατώτερο πρωτοβάθμιο (ηλικίες 6 ως 10), το ανώτερο πρωτοβάθμιο (11 και 12 ετών), το δευτεροβάθμιο (13 ως 15 ετών) και το ανώτερο δευτεροβάθμιο (17 και 18 ετών). Το κατώτερο πρωτοβάθμιο σχολείο υποδιαιρείται σε πέντε “τάξεις”, το ανώτερο πρωτοβάθμιο σχολείο σε δύο, το δευτεροβάθμιο σε τρία και το ανώτερο δευτεροβάθμιο σε δύο. Οι μαθητές πρέπει να μάθουν, επί το πλείστον, ένα κοινό πρόγραμμα (εκτός από τις τοπικές αλλαγές στη μητρική γλώσσα) μέχρι το τέλος του δευτεροβάθμιου σχολείου. Προβλέπεται ένας κάποιος βαθμός εξειδίκευσης στο ανώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο. Οι μαθητές σε όλη τη χώρα πρέπει να μάθουν τρεις γλώσσες (συγκεκριμένα, Αγγλικά, Χίντι και τη μητρική τους γλώσσα) εκτός από τις περιοχές όπου τα Χίντι είναι η μητρική γλώσσα και σε μερικά άλλα σχολεία κατεύθυνσης, για τα οποία θα συζητήσουμε πιο κάτω.

Υπάρχουν, βασικά, τρεις κατευθύνσεις στο σχολικό σύστημα της Ινδίας. Οι δύο από αυτές συντονίζονται σε εθνικό επίπεδο, από τις οποίες μία υπάγεται στην Κεντρική Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (CBSE) και προοριζόταν, αρχικά, για παιδιά των υπαλλήλων της κεντρικής κυβέρνησης που μετατίθενται περιοδικά και μπορεί να χρειαστεί να μετακινηθούν σε οποιονδήποτε τόπο κατοικίας ανά τη χώρα. Μερικά “κεντρικά σχολεία” (ονομαζόμενα Kendriya Vidyalayas) ιδρύθηκαν για το σκοπό αυτό σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, και ακολουθούν ένα κοινό πρόγραμμα, έτσι ώστε ένας μαθητής που μεταβαίνει από το ένα σχολείο στο άλλο μια οποιαδήποτε ημέρα, δεν θα διαπιστώσει σχεδόν καμία διαφορά σε εκείνα που διδάσκονται. Σε αυτά τα σχολεία, ένα μάθημα (Κοινωνικές Επιστήμες, που περιλαμβάνει Ιστορία, Γεωγραφία και Αγωγή του πολίτη) διδάσκεται πάντοτε στη γλώσσα Χίντι, ενώ τα άλλα μαθήματα διδάσκονται στα Αγγλικά. Τα σχολεία Kendriya Vidyalayas δέχονται επίσης και άλλα παιδιά, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις. Όλα τους χρησιμοποιούν σχολικά βιβλία που γράφτηκαν και εκδίδονται από το NCERT. Πρόσθετα σε αυτά τα κρατικά σχολεία, ένας αριθμός από ιδιωτικά σχολεία ανά την χώρα ακολουθούν το διδακτικό πρόγραμμα (syllabus) της CBSE, αν και μπορεί να χρησιμοποιούν διαφορετικά σχολικά βιβλία και να ακολουθούν διαφορετικά προγράμματα διδασκαλίας. Έχουν κάποιον βαθμό ελευθερίας σε αυτά που μπορούν να διδάσκουν στις κατώτερες τάξεις. H CBSE διαθέτει επίσης και 141 συνδεδεμένα σχολεία σε 21 άλλες χώρες, τα οποία κυρίως εξυπηρετούν τις ανάγκες του εκεί Ινδικού πληθυσμού.

Το δεύτερο κεντρικό σχήμα είναι το Ινδικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ICSE). Φαίνεται ότι αυτό υιοθετήθηκε προς αντικατάσταση του Σχολικού Πιστοποιητικού Cambridge. Η ιδέα αυτή συζητήθηκε σε ένα συνέδριο που διοργανώθηκε το 1952, υπό την προεδρία του τότε Υπουργού Παιδείας, του Maulana Abul Kalam Azad. Ο βασικός στόχος του συνεδρίου ήταν η θέσπιση Παν-Ινδικών Εξετάσεων που θα αντικαθιστούσαν το προερχόμενο από το εξωτερικό Σχολικό Πιστοποιητικό Cambridge. Τον Οκτώβριο του 1956, στη συνάντηση του Διαπολιτειακού Συμβουλίου Αγγλο-Ινδικής Εκπαίδευσης, υιοθετήθηκε μια πρόταση για την ίδρυση ενός Ινδικού Συμβουλίου που θα διαχειρίζεται τις εξετάσεις του Τοπικού Συνδικάτου Εξετάσεων του Πανεπιστημίου του Cambridge στην Ινδία, και θα συμβουλεύει το Συνδικάτο για τον βέλτιστο τρόπο προσαρμογής των εξετάσεων στις ανάγκες της χώρας. Η εναρκτήρια συνεδρία του Συμβουλίου έλαβε χώρα στις 3 Νοεμβρίου του 1958. Τον Δεκέμβριο του 1967 το Συμβούλιο θεσμοθετήθηκε ως Σωματείο, σύμφωνα με τον Νόμο περί Σωματείων (Societies Registration Act) του 1860. Το Συμβούλιο αναφερόταν στο Νόμο Σχολικής Εκπαίδευσης του Δελχί του 1973, ως ένα σώμα που θα διοργανώνει τις δημόσιες εξετάσεις. Σήμερα, πολλά σχολεία σε όλη τη χώρα έχουν διασυνδεθεί με το Συμβούλιο αυτό. Όλα αυτά είναι ιδιωτικά σχολεία και γενικά εξυπηρετούν παιδιά πλούσιων οικογενειών.

Τόσο η CBSE όσο και το Συμβούλιο ICSE διεξάγουν τις δικές τους εξετάσεις στα σχολεία ανά τη χώρα που είναι διασυνδεδεμένα μαζί τους στο τέλος των 10 ετών σχολικής εκπαίδευσης (μετά το δευτεροβάθμιο επίπεδο) και ξανά στο τέλος των 12 ετών (μετά το ανώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο). Η εγγραφή ενός μαθητή στην 11η τάξη βασίζεται, συνήθως, στις επιδόσεις του σε αυτές τις Παν-Ινδικές εξετάσεις. Επειδή αυτό ασκεί μεγάλη πίεση πάνω στο παιδί να αποδώσει καλά, έχουν υπάρξει προτάσεις για την κατάργηση των εξετάσεων στο τέλος των 10 ετών.

Αποκλειστικά Σχολεία

Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν και σχετικά λίγα σχολεία που ακολουθούν ξένα εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως το λεγόμενο Senior Cambridge, αν κι αυτά έχουν ευρέως ξεπερασθεί από την κατεύθυνση ICSE σε άλλα μέρη. Μερικά από αυτά τα σχολεία προσφέρουν επίσης στους μαθητές τη δυνατότητα να περάσουν τις εξετάσεις του ICSE. Αυτά είναι συνήθως πολύ ακριβά σχολεία εσωτερικής οικοτροφειακής φοίτησης, όπου στέλνουν τα παιδιά τους μερικοί Ινδοί που εργάζονται στο εξωτερικό. Κατά κανόνα διαθέτουν φανταστική υποδομή, χαμηλή σχέση διδασκόντων/μαθητών και πολύ λίγους μαθητές. Πολλά από αυτά έχουν δασκάλους από το εξωτερικό. Υπάρχουν επίσης κι άλλα αποκλειστικά σχολεία, όπως το Doon School στην περιοχή Dehradun, τα οποία δέχονται μόνο μικρό αριθμό μαθητών και χρεώνουν υπέρογκα δίδακτρα.

Εκτός από όλα αυτά, υπάρχουν και ελάχιστα σχολεία, διάσπαρτα ανά την χώρα, όπως το σχολείο Rishi Valley στην Andhra Pradesh, τα οποία προσπαθούν να αποκοπούν από το κυρίως εκπαιδευτικό σύστημα που προωθεί την αποστηθιστική μάθηση και να εφαρμόσουν καινοτομικά συστήματα όπως τη Μοντεσοριανή μέθοδο. Τα περισσότερα σχολεία αυτού του είδους είναι ακριβά, έχουν υψηλή αναλογία δασκάλων-μαθητών και προσφέρουν ένα μαθησιακό περιβάλλον στο οποίο το κάθε παιδί μπορεί να διδαχθεί με τον δικό του ρυθμό. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και διδακτικό να γίνει μια μελέτη που να διερευνήσει την επίδραση που είχε το είδος του σχολείου στη ζωή των μαθητών τους.

Πολιτειακά Σχολεία

Η κάθε πολιτεία ανά τη χώρα, διαθέτει τη δική της Διεύθυνση Εκπαίδευσης η οποία λειτουργεί το δικό της σχολικό σύστημα, με τα δικά της σχολικά βιβλία, και το δικό της σύστημα αξιολόγησης. Όπως αναφέραμε και πριν, το διδακτικό πρόγραμμα, η παιδαγωγική μέθοδος και το σύστημα αξιολόγησης αποφασίζονται σε μεγάλο βαθμό από το SCERT εντός της πολιτείας, ακολουθώντας όμως τις εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες που όρισε το NCERT.

Η κάθε πολιτεία έχει τρία είδη σχολείων που ακολουθούν το πολιτειακό σχολικό πρόγραμμα. Η κυβέρνηση λειτουργεί τα δικά της σχολεία, σε οικόπεδα και κτιριακή υποδομή που ανήκουν στην ίδια την κυβέρνηση και αμοίβει το προσωπικό με δικούς της οικονομικούς πόρους. Αυτά είναι γενικά γνωστά σαν κυβερνητικά σχολεία. Τα δίδακτρα είναι πολύ χαμηλά σε τέτοια σχολεία. Μετά, υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία, με τα δικά τους οικόπεδα και κτίρια. Εδώ τα δίδακτρα είναι υψηλά και οι δάσκαλοι πληρώνονται από τη διοίκηση του σχολείου. Σε αυτά τα σχολεία εγγράφονται, συνήθως, παιδιά οικογενειών της αστικής μεσαίας τάξης. Το τρίτο είδος αποτελείται από σχολεία που λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις από την κυβέρνηση, αν και το σχολείο είχε αρχίσει από ιδιωτικό φορέα, με τα δικά του οικόπεδα και κτίρια. Αυτές οι επιδοτήσεις έχουν την έννοια να βοηθήσουν στη μείωση των διδάκτρων και να επιτρέψουν έτσι και σε φτωχές οικογένειες να στείλουν εκεί τα παιδιά τους. Σε μερικές πολιτείες, όπως η Kerala, αυτά τα σχολεία μοιάζουν πολύ με τα κυβερνητικά σχολεία αφού οι δάσκαλοι πληρώνονται από την κυβέρνηση και τα δίδακτρα είναι τα ίδια όπως και στα κυβερνητικά σχολεία.

Η περίπτωση της Kerala

Η πολιτεία της Kerala, ένα μικρό κρατίδιο στη Νοτιο-Δυτική ακτή της Ινδίας, είναι διαφοροποιημένη από την υπόλοιπη χώρα κατά πολλούς τρόπους στη διάρκεια των τελευταίων λίγων δεκαετιών. Για παράδειγμα, έχει το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού μεταξύ όλων των κρατιδίων, και είχε ανακηρυχθεί, εδώ και περίπου δέκα χρόνια, ως η πρώτη πλήρως εγγράμματη πολιτεία. Το προσδόκιμο επιβίωσης, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, είναι πολύ υψηλό, και κοντά σε εκείνο του ανεπτυγμένου κόσμου. Και οι επιδόσεις σε άλλες παραμέτρους, όπως το ποσοστό γονιμότητας, τα ποσοστά παιδικής και βρεφικής θνησιμότητας, είναι μεταξύ των καλύτερων στη χώρα, αν όχι οι καλύτερες. Το ποσοστό συνολικής γονιμότητας βρίσκεται κάτω από το κρίσιμο ποσοστό αντικατάστασης του 2.1 για τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πιθανώς ως μια παρενέργεια της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, τα ποσοστά αυτοκτονιών και αλκοολισμού είναι, επίσης, πού υψηλά. Οι κυβερνητικές πολιτικές ήταν, επίσης, πολύ διαφορετικές από εκείνες σε όλη την υπόλοιπη χώρα, οδηγώντας στο αναπτυξιακό μοντέλο που ισχύει στην Kerala, με υψηλές δαπάνες για την παιδεία και το κοινωνικό κράτος, γνωστό μεταξύ των οικονομολόγων ως “Μοντέλο της Kerala“.

Η Kerala έδειξε επίσης ένα ενδιαφέρον για να δοκιμάσει νέους τρόπους βελτίωσης του σχολικού και εκπαιδευτικού της συστήματος. Κάθε φορά που το NCERT πρότεινε νέες ιδέες, η πολιτεία της Kerala ήταν εκείνη που τις δοκίμαζε πρώτη. Η πολιτεία πειραματίσθηκε με το Περιφερειακό Πρόγραμμα Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (DPEP) με γούστο, αν και υπήρξαν αντιστάσεις σε αυτό εκ μέρους διαφόρων κύκλων, κι ακόμη το εφάρμοσε πέραν των πρωτοβάθμιων τάξεων. Η πολιτεία ήταν επίσης η πρώτη στη χώρα που εγκατέλειψε το παραδοσιακό συμπεριφορικό μοντέλο διδασκαλίας υπέρ ενός παραδείγματος κοινωνικού δομητισμού. Το τελευταίο πρωτοαναφέρθηκε στο Εθνικό Πλαίσιο Διδακτικού Προγράμματος του NCERT το έτος 2000, και η Kerala άρχισε να το δοκιμάζει από το επόμενο έτος. Ο τρόπος διάδρασης μέσα στην τάξη και η μεθοδολογία αξιολόγησης άλλαξαν. Αντί των άμεσων ερωτήσεων που θα μπορούσαν να απαντηθούν μόνο με απομνημόνευση των μαθημάτων, συμπεριελήφθησαν τόσο έμμεσες όσο και ανοικτές ερωτήσεις, ούτως ώστε ο μαθητής να πρέπει να σκεφτεί πριν απαντήσει, και οι απαντήσεις μπορούσαν να είναι υποκειμενικές έως κάποιο βαθμό. Αυτό σήμαινε ότι οι μαθητές έπρεπε να χωνέψουν αυτό που είχαν μάθει και έπρεπε να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη γνώση τους σε συγκεκριμένες καταστάσεις για να απαντήσουν τις ερωτήσεις. Συγχρόνως, η νέα μέθοδος αποφόρτισε κατά πολύ την πίεση και τα παιδιά άρχισαν να βρίσκουν ενδιαφέρουσες και ευχάριστες τις εξετάσεις, αντί να τους προκαλούν άγχος. Μαζί με αυτά, εισήχθη και ένα Σύστημα Περιεκτικής και Συνεχούς Αξιολόγησης (CCE), το οποίο έπαιρνε υπ' όψη του τη συνολική προσωπικότητα του μαθητή και μείωσε την εξάρτηση από μία και μόνον τελική εξέταση για να αποφασισθεί η προαγωγή στην επόμενη τάξη. Σήμερα, η CBSE έχει υλοποιήσει επίσης το CCE, αλλά μ' έναν πιο ευέλικτο τρόπο.

Η Kerala υπήρξε, επίσης, η πρώτη πολιτεία στη χώρα που εισήγαγε την Πληροφορική σαν αντικείμενο σπουδών σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. Άρχιζε από την 8η τάξη με ένα σχολικό βιβλίο εισαγωγικό στα Microsoft Windows και το Microsoft Office. Μέσα όμως σ' ένα χρόνο, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συμπεριλάβει και το Ελεύθερο Λογισμικό στο διδακτικό πρόγραμμα, λόγω έντονων διαμαρτυριών από ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Ελεύθερου Λογισμικού και χάρη στην ευνοϊκή στάση που πήρε μια ένωση σχολικών δασκάλων που περιελάμβανε ως μέλη την πλειοψηφία των κυβερνητικών δασκάλων. Τελικά, από το έτος 2007, στα σχολεία διδασκόταν μόνο το GNU/Linux και όλοι οι σχολικοί υπολογιστές είχαν εγκατεστημένο μόνο το GNU/Linux. Εκείνη την εποχή, και ίσως ακόμη και σήμερα, αυτή ήταν η πιο μαζική εγκατάσταση GNU/Linux στα σχολεία, και έγινε πρωτοσέλιδο ακόμη και σε άλλες χώρες. Κάθε χρόνο, από το 2007 και μετέπειτα, περίπου 500,000 παιδιά τελειώνουν τα σχολεία έχοντας μάθει τις ιδέες που βρίσκονται πίσω από το Ελεύθερο Λογισμικό και τις εφαρμογές και το λειτουργικό σύστημα GNU/Linux. Η πολιτεία κινείται τώρα προς ένα μοντέλο Ενεργοποιημένης από την Πληροφορική Εκπαίδευσης. Τελικά, η Πληροφορική δεν θα διδάσκεται ως ένα ξεχωριστό διδακτικό αντικείμενο. Αντιθέτως, όλα τα άλλα αντικείμενα θα διδάσκονται με τη βοήθεια της Πληροφορικής, με τρόπο ώστε τα παιδιά θα αποκτούν, από τη μια πλευρά, ικανότητες πληροφορικής και θα μαθαίνουν, από την άλλη, να χρησιμοποιούν εκπαιδευτικές εφαρμογές (σαν κι εκείνες που αναφέρουμε πιο κάτω) και πόρους στο Διαδίκτυο (όπως υλικό κειμένων από ιστοσελίδες όπως η Βικιπαίδεια, εικόνες, κινούμενα σχέδια και βίντεο) για να μελετούν τα μαθήματά τους και να λύνουν ασκήσεις. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές άρχισαν ήδη να χρησιμοποιούν εφαρμογές όπως το Dr. Geo, το GeoGebra, και το KtechLab για τη μελέτη της γεωμετρίας και των ηλεκτρονικών. Εφαρμογές όπως το Sunclock, το Kalzium και το Ghemical είναι επίσης δημοφιλείς μεταξύ των δασκάλων και των μαθητών.

Η πρωτοβουλία που πήρε η Kerala επηρεάζει τώρα και άλλες πολιτείες κι ακόμη και τις πολιτικές της Κυβέρνησης της Ινδίας. Πολιτείες όπως η Karnataka και η Gujarat σχεδιάζουν τώρα να εισαγάγουν Ελεύθερο Λογισμικό στα σχολεία τους, και μερικές άλλες πολιτείες όπως η Maharashtra εξετάζουν αυτή την επιλογή. Η νέα εκπαιδευτική πολιτική της Κυβέρνησης της Ινδίας μιλά για δομητισμό, για μία ενεργοποιημένη από την πληροφορική εκπαίδευση, για Ελεύθερο Λογισμικό και για διαμοιρασμό εκπαιδευτικών πόρων. Μόλις κάποιες από τις μεγαλύτερες πολιτείες πραγματοποιήσουν μ' επιτυχία τη μετάβαση στο Ελεύθερο Λογισμικό, τότε είναι βάσιμη η ελπίδα ότι ολόκληρη η χώρα θα ακολουθήσει τα βήματά τους σ' ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν αυτό συμβεί, η Ινδία μπορεί να έχει την μεγαλύτερη βάση χρηστών GNU/Linux και γενικά Ελεύθερου Λογισμικού.


Βιβλιογραφικές παραπομπές

Υποσημείωση

[1] Ο V. Sasi Kumar είναι διδάκτωρ φυσικής και μέλος του Δ.Σ. του ΙΕΛ Ινδίας. Είναι υποστηρικτής του Ελεύθερου Λογισμικού και της ελευθερίας της γνώσης.